• WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
recreant adj archaic (cowardly, craven)δειλός επίθ
  άνανδρος, θρασύδειλος επίθ
recreant adj archaic (having deserted a cause) (λόγιο: δειλός φυγόμαχος)ρίψασπις επίθ
  που παραδίδει τα όπλα, που εγκαταλείπει εύκολα περίφρ
recreant n archaic (abject coward)δειλός, άτολμος, φοβιτσιάρης επίθ
recreant n archaic (traitor)προδότης, προδότρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 The prime minister was astounded to discover that his own brother was a recreant.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση recreant στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «recreant».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!