proceed

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/prəˈsiːd/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/v. prəˈsid; n. ˈproʊsid/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(v. prə sēd; n. prōsēd)


  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
proceed vi (act)συνεχίζω ρ αμ
  προχωράω, προχωρώ ρ αμ
 Could you please tell me how to proceed?
 Μπορείς να μου πεις σε παρακαλώ πως να συνεχίσω;
proceed vi formal (continue)συνεχίζω ρ αμ
 I'm sorry for interrupting you; please proceed.
 Συγγνώμη που σας διέκοψα· συνεχίστε παρακαλώ.
proceed to [sth] vi + prep (go to) (σε/προς κάτι)πηγαίνω ρ αμ
  (επίσημο)μεταβαίνω ρ αμ
 Please proceed to gate 9 and wait for further instructions.
 Παρακαλώ, πήγαινε στην πύλη 9 και περίμενε για περαιτέρω πληροφορίες.
proceed vi (advance, go on)προχωράω, προχωρώ ρ αμ
 The driver shook the reins as a signal to the horse to proceed.
 Ο οδηγός κούνησε τα γκέμια για να κάνει σήμα στο άλογο να προχωρήσει.
proceed vi (develop)εξελίσσομαι ρ αμ
  προχωρώ ρ αμ
 If the treatment proceeds normally, the patient will most probably recover.
 Αν η θεραπεία εξελιχθεί ομαλά, ο ασθενής πιθανότατα θα αναρρώσει.
proceed with [sth] vi + prep (go ahead with)συνεχίζω, προχωρώ ρ μ
 I would like to proceed with my reading, if you don't mind.
 Θα ήθελα να συνεχίσω το διάβασμά μου, εάν δεν σε πειράζει.
proceed to do [sth] v expr (do next) (επόμενη δραστηριότητα)συνεχίζω με ρ αμ + προθ
  προχωράω σε ρ αμ + προθ
 After a slow beginning, the team proceeded to defeat their opponents.
 Μετά από ένα αργό ξεκίνημα η ομάδα προχώρησε σε νίκη υπέρ του αντιπάλου της.
proceed in doing [sth] v expr (continue, insist on: doing [sth](να κάνω κάτι)συνεχίζω, εξακολουθώ ρ μ
 If you proceed in behaving like this, you will end up in trouble.
 Αν συνεχίσεις να συμπεριφέρεσαι έτσι θα καταλήξεις να έχεις προβλήματα.
proceeds npl (money raised)εισπράξεις ουσ θηλ πλ
  κέρδη ουσ ουδ πλ
 All proceeds from the sale will go to charity.
 Όλα τα κέρδη από τις πωλήσεις θα πάνε για φιλανθρωπικούς σκοπούς.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
proceed from [sth] vi + prep (be caused by) (από κάτι)προκύπτω, απορρέω, προέρχομαι ρ αμ
 Her delusions proceed directly from her schizophrenia.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
not proceed with [sth] v expr (terminate, cancel)ακυρώνω, τερματίζω, διακόπτω ρ μ
 When we found out how expensive the goods were, we did not proceed with the order.
 Όταν ανακαλύψαμε πόσο ακριβά ήταν τα προϊόντα ακυρώσαμε την παραγγελία.
proceed smoothly vi + adv (go easily and without hindrances)εξελίσσομαι ομαλά ρ αμ + επίρ
  προχωράω χωρίς απρόοπτα έκφρ
 Everything was proceeding smoothly on our journey to Townsville.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'proceed' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: proceed with caution, the [fair, event, market, stand] proceeds, proceed at your own risk, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση proceed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «proceed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!