processed



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: processed, process

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
processed adj (food: prepared by a process)επεξεργασμένος μτχ πρκ
 Processed meat includes sausages and bacon.
processed adj (not in its natural state)επεξεργασμένος, κατεργασμένος μτχ πρκ
  μεταποιημένος μτχ πρκ
 The processed timber will be used for flooring.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
process n (method)διαδικασία, μέθοδος ουσ θηλ
 The chair-manufacturing process is quite complex.
 Η διαδικασία με την οποία κατασκευάζονται οι καρέκλες είναι πολύ περίπλοκη.
process n (procedure)διαδικασία ουσ θηλ
  (όχι για γραφειοκρατία)διεργασία ουσ θηλ
 There is a set process for applying for a passport.
 Υπάρχει μια πάγια διαδικασία για την απόκτηση διαβατηρίου.
process n (systematic actions)διαδικασία, μέθοδος ουσ θηλ
 You must follow the same process every time you do it.
 Πρέπει να ακολουθείς την ίδια διαδικασία κάθε φορά που το κάνεις.
process n (time: course)διαδικασία ουσ θηλ
 Throughout the process, he stayed loyal to his beliefs.
 Καθ'όλη τη διάρκεια της διαδικασίας παρέμεινε πιστός στα πιστεύω του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
process adj US (food: prepared by a process)επεξεργασμένος μτχ πρκ
  κατεργασμένος μτχ πρκ
 The process cheese doesn't look or taste like real cheese.
process n (law: summons)κλήτευση ουσ θηλ
 The process was served by a bailiff.
process n (anatomy, zoology: protuberance)προεξοχή ουσ θηλ
 This bony process is called the sacral promontory.
process vi formal (move in a procession)πηγαίνω σε πομπή έκφρ
  προχωρώ σε πομπή έκφρ
 The royal party processed from Buckingham Palace to Westminster for the wedding.
process [sth] vtr (treat)επεξεργάζομαι ρ μ
 We need to process this in a chemical solution to make it change colour.
process [sth] vtr (convert)επεξεργάζομαι ρ μ
  κατεργάζομαι ρ μ
 Process the wood to make charcoal for cooking.
process [sth/sb] vtr (handle systematically)διαχειρίζομαι ρ μ
  (όχι άτομα)επεξεργάζομαι ρ μ
Σχόλιο: Δεν πάντα υπάρχει αντιστοιχία στη δομή. Συχνά χρησιμοποιείται σύνταξη με το αντίστοιχο ουσιαστικό όταν πρόκειται για άτομα.
 The immigrants were processed at the airport.
process [sth] vtr (begin legal process)διεκπεραιώνω ρ μ
 This case must be processed efficiently or we might lose in court.
process [sth] vtr (deal with [sth] emotionally)διαχειρίζομαι, αντιμετωπίζω ρ μ
 Each of us processes grief in our own way.
process [sb] with [sth] vtr + prep often passive (serve a summons)επιδίδω ρ μ
  μου επιδίδεται περίφρ
 He was processed with a summons to appear in court by the police.
 Η αστυνομία του επέδωσε κλήτευση για να παρουσιαστεί στο δικαστήριο.
 Του επιδόθηκε κλήτευση από την αστυνομία για να παρουσιαστεί στο δικαστήριο.
process [sth] into [sth] vtr + prep (convert) (σπάνιο)επεξεργάζομαι κτ για να δημιουργήσω κτ
Σχόλιο: Συνήθως επιλέγεται απλούστερη απόδοση, πχ «Από όταν έπαθε εγκεφαλικό, ο Φιλ δυσκολεύεται να συντάξει προτάσεις»
 Since his stroke, Phil takes much longer to process words into sentences.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
processed | process
ΑγγλικάΕλληνικά
processed food n (edible items in tins or packaging)επεξεργασμένες τροφές φρ ως ουσ θηλ
  επεξεργασμένα τρόφιμα φρ ως ουσ ουδ
 Susie doesn't like the taste of processed food; she prefers to buy fresh food from the market.
 Στη Σούζι δεν αρέσουν οι επεξεργασμένες τροφές. Προτιμάει να αγοράζει φρέσκα προϊόντα από τη λαϊκή.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'processed' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: processed [meat, food, cheese, fish, peas], [make, sell, eat, buy, distribute] processed [meat], a (post-) processed [image, graphic, picture], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση processed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «processed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!