• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: pledged, pledge

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pledged adj (promised to secure debt)που έχει τεθεί ως ενέχυρο περίφρ
  ενεχυριασμένος μτχ πρκ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pledge n (promise)υπόσχεση ουσ θηλ
  (συχνά επίσημη)δέσμευση ουσ θηλ
  όρκος ουσ αρσ
 Dan stuck to his pledge to be more helpful to his parents.
 Ο Νταν κράτησε την υπόσχεσή του να βοηθάει περισσότερο τους γονείς του.
pledge n ([sth] given as a token)δείγμα ουσ ουδ
  ένδειξη ουσ θηλ
  (συνήθως θρησκευτικό)τάμα ουσ ουδ
 Rachel gave Carl a locket as a pledge of her love.
 Η Ρέιτσελ έδωσε στον Καρλ ένα μενταγιόν ως ένδειξη της αγάπης της.
pledge n ([sth] given as security)ενέχυρο ουσ ουδ
  εγγύηση ουσ θηλ
 Realizing he had forgotten his wallet, Sean left his watch as a pledge that he would come back to pay.
 Όταν αντιλήφθηκε ότι είχε ξεχάσει το πορτοφόλι του, ο Σον άφησε το ρολόι του σαν εγγύηση ότι θα γυρνούσε να πληρώσει.
pledge n (promise to donate to charity)υπόσχεση ουσ θηλ
  δέσμευση ουσ θηλ
  υπόσχεση για δωρεά φρ ως ουσ θηλ
  δέσμευση για δωρεά φρ ως ουσ θηλ
 The philanthropist made the charity a $2 million pledge.
pledge [sth] to [sb] vtr + prep (promise)τάζω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ
 Glenn pledged his heart to Emma.
 Ο Γκλεν έταξε την καρδιά του στη Έμμα.
pledge to do [sth] v expr (promise to do [sth](να κάνω κτ)υπόσχομαι, δεσμεύομαι ρ μ
  ορκίζομαι ρ μ
 Christina pledged to support her friend through this difficult time.
 Η Χριστίνα υποσχέθηκε να υποστηρίξει την φίλη της αυτή τη δύσκολη περίοδο.
pledge,
pledge that
vtr
(with clause: promise) (ότι/πως θα κάνω κτ)υπόσχομαι, δεσμεύομαι ρ μ
  ορκίζομαι ρ μ
 Wendy pledged that she would never leave him.
 Η Γουέντι ορκίστηκε ότι δεν θα τον άφηνε ποτέ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pledge n US (fraternity: probationary member)υποψήφιο μέλος επίθ + ουσ ουδ
 Pledges can be subjected to hazing for several months before being accepted into a fraternity.
pledge [sth] vtr (promise money)δεσμεύομαι να δώσω κτ έκφρ
  υπόσχομαι ρ μ
 The company has pledged £30,000 to a wildlife charity.
pledge [sb] to [sth] vtr + prep (bind to a promise) (κπ να κάνει κτ)ορκίζω, εξορκίζω ρ μ
  (καθομ: κπ να κάνει κτ)ξορκίζω ρ μ
  (πιο απλά)βάζω κπ να υποσχεθεί κτ περίφρ
 Amanda pledged everyone to secrecy.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
pledge | pledged
ΑγγλικάΕλληνικά
pledge allegiance,
swear allegiance
vtr + n
(promise to be loyal)oρκίζομαι πίστη ρ μ + ουσ θηλ
pledge allegiance to [sb/sth],
swear allegiance
v expr
(promise to be loyal to [sb], [sth])oρκίζομαι πίστη σε κπ/κτ έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'pledged' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση pledged στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «pledged».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!