paying

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈpeɪɪŋ/

From the verb pay: (⇒ conjugate)
paying is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: paying, pay
Ο όρος 'paying' παραπέμπει στον όρο 'pay'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'paying' is cross-referenced with 'pay'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
paying adj (work: that is paid) (επίσημο)επί πληρωμή φρ ως επίθ
 I do a little paying work, but mostly volunteer.
 Κάνω λίγη δουλειά επί πληρωμή, αλλά κυρίως είμαι εθελόντρια.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pay vi (make a payment)πληρώνω ρ αμ
 I have no money. Can you pay?
 Δεν έχω λεφτά. Μπορείς να πληρώσεις;
pay for [sth] vi + prep (give money in exchange) (κάτι ή για κάτι)πληρώνω ρ αμ
 He paid for his dinner when the bill came.
 Πλήρωσε για το δείπνο του, όταν έφτασε ο λογαριασμός.
pay [sb] [sth] vtr (offer money to) (κάτι σε κάποιον)δίνω ρ μ
  (κάποιον κάτι)πληρώνω ρ μ
 I'll pay you five dollars if you tell me where he went.
 Θα σου δώσω πέντε δολάρια αν μου πεις που πήγαν.
 Θα σε πληρώσω πέντε δολάρια αν μου πεις που πήγαν.
pay [sth] vtr (settle)εξοφλώ, αποπληρώνω ρ μ
  (καθομιλουμένη)ξεπληρώνω ρ μ
 I would like to pay my account now.
 Θα ήθελα να αποπληρώσω τον λογαριασμό μου τώρα.
pay [sth] for [sth] vtr + prep (give money for) (για κάτι ή κάτι)πληρώνω ρ μ
 What a nice dress! How much did you pay for it?
 Τι ωραίο φόρεμα! Πόσο το πλήρωσες;
pay [sb] [sth] for [sth] vtr + prep (give money in exchange) (κάτι σε κάποιον για κάτι)δίνω ρ μ
 I'll pay you ten dollars for that shirt.
 Θα σου δώσω δέκα δολάρια για αυτό το μπλουζάκι.
pay [sb] to do [sth] v expr (offer money to do [sth](κπ για να κάνει κτ)πληρώνω ρ μ
 They paid him to redecorate their house.
 Τον πλήρωσαν για να αλλάξει τη διακόσμηση στο σπίτι τους.
pay [sb] [sth] to do [sth] v expr (give money in exchange) (κτ σε κπ για να κάνει κτ)δίνω ρ μ
  πληρώνω ρ μ
 My dad paid me five pounds to clean his car.
 Ο μπαμπάς μού έδωσε πέντε δολάρια, για να πλύνω το αυτοκίνητο.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θα πληρώσω έναν υδραυλικό, για να φτιάξει τη βρύση.
pay [sth] (to [sb]) vtr (respects, tribute: show) (τα σέβη μου σε κάποιον)υποβάλλω ρ μ
 He paid his respects to the king.
 Υπέβαλε τα σέβη του στο βασιλιά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pay n (wages, salary)μισθός ουσ αρσ
  αμοιβή, πληρωμή ουσ θηλ
 The pay at this company is pretty good.
pay n informal (payroll)πληρωμές ουσ θηλ πλ
  μισθοδοσία ουσ θηλ
 Linda is the secretary and Betty works on invoices and pay.
pay,
paying
n as adj
US (not free of charge)επί πληρωμή έκφρ
 While most web sites are free, there are some pay sites.
pay to do [sth] v expr figurative (be beneficial) (καθομιλουμένη)βγαίνει σε καλό έκφρ
 It usually pays to be nice to people.
 Συνήθως βγαίνει σε καλό να είσαι ευγενικός με τους άλλους.
pay vi (offer as salary)πληρώνω ρ αμ
  πληρώνω ρ μ
  προσφέρω μισθό, δίνω μισθό περίφρ
  (καθομιλουμένη)δίνω ρ μ
 It sounds like a good job, but what do they pay?
 Ακούγεται καλή δουλειά, αλλά πόσα πληρώνουν;
 Ακούγεται καλή δουλειά, αλλά τι μισθό δίνουν;
 Ακούγεται καλή δουλειά, αλλά πόσα δίνουν;
pay vi figurative (be beneficial)ωφελώ ρ μ
  βγαίνω σε καλό έκφρ
 It just goes to show—sometimes being nice to people pays.
pay vi figurative (suffer consequences) (μεταφορικά)το πληρώνω έκφρ
  πληρώνω ρ μ
 Don't do it! You are going to pay if you do!
 Μην το κάνεις! Θα το πληρώσεις αν το κάνεις!
pay for [sth] vi + prep figurative, informal (suffer consequences) (μεταφορικά: για κάτι)πληρώνω ρ μ
  το πληρώνω έκφρ
  (σε κάποιον)το πληρώνω έκφρ
 You'll pay for what you did to me - I'll make sure of that!
 Θα πληρώσεις για αυτό που μου έκανες. Θα το φροντίσω εγώ!
 Θα το πληρώσεις αυτό που μου έκανες. Θα το φροντίσω εγώ!
 Θα μου το πληρώσεις αυτό που μου έκανες. Θα το φροντίσω εγώ!
pay [sth] vtr nautical (let ship fall to leeward) (ναυσιπλοΐα: σχοινί)αμολάω ρ μ
  κατευθύνω πλοίο αντίθετα από τη διεύθυνση του ανέμου περίφρ
pay [sth] vtr nautical (tar ship's bottom) (εξωτερικό πλοίου)αλείφω κτ με πίσσα περίφρ
  πισσώνω ρ μ
pay [sth] vtr (yield as a return)αποδίδω ρ μ
  αποφέρω κέρδος περίφρ
  (καθομιλουμένη)πληρώνω ρ μ
 The stock paid six percent last year.
pay [sth] vtr (taxes: contribute)πληρώνω ρ μ
 As someone who pays her taxes, I like to have a say in what the council does with my money.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
pay | paying
ΑγγλικάΕλληνικά
pay [sth] back vtr phrasal sep (return money)ξεπληρώνω ρ μ
 I can't afford to pay back the fifty pounds he lent me.
 Δεν έχω την οικονομική άνεση να του ξεπληρώσω τις πενήντα λίρες που μου δάνεισε.
pay [sb] back vtr phrasal sep (return money to)εξοφλώ, ξεπληρώνω ρ μ
 I will pay you back the £5 tomorrow.
 Θα σου ξεπληρώσω τις 5 λίρες αύριο.
pay [sb] back vtr phrasal sep figurative, informal (take revenge on) (μεταφορικά)ανταποδίδω, ξεπληρώνω ρ μ
 After John embarrassed Susan, she paid him back by playing a joke on him.
 Αφού ντρόπιασε τη Σούζαν ο Τζον, εκείνη του το ανταπέδωσε κάνοντάς του μια φάρσα.
pay [sb] back for [sth] vtr phrasal sep figurative, informal (take revenge for [sth](κάποιον για κάτι)εκδικούμαι ρ μ
  (μεταφορικά)ξεπληρώνω ρ μ
  κάνω κπ να πληρώσει για κτ περίφρ
 How shall I pay him back for that dirty trick he played on me?
 Πως να τον εκδικηθώ για το κακόγουστο αστείο που μου έκανε;
pay [sb] back for doing [sth] vtr phrasal sep figurative, informal (take revenge for [sth](κάποιον επειδή έκανε κάτι)εκδικούμαι ρ μ
  (που έκανε κάτι)κάνω κπ να πληρώσει περίφρ
 I still haven't paid you back for humiliating me in front of all my friends.
 Ακόμα δεν σε έχω εκδικηθεί που με ταπείνωσες μπροστά σε όλους μου τους φίλους.
pay [sth] down vtr phrasal sep (make a down payment)πληρώνω προκαταβολή έκφρ
pay down [sth],
pay [sth] down
vtr phrasal sep
mainly US (partly pay off, pay back: debt)ξεπληρώνω οφειλή με σκοπό μείωσή της περίφρ
pay in [sth],
pay [sth] in
vtr phrasal sep
(money: put into a bank)καταθέτω ρ μ
 I went to the bank and paid in a cheque.
pay [sth] in full vtr phrasal sep (pay completely)εξοφλώ ρ μ
  πληρώνω όλο το ποσό έκφρ
 I was happy to pay the invoice in full and be free of debt.
pay [sth] off,
pay off [sth]
vtr phrasal sep
(pay all of: money owed)εξοφλώ ρ μ
  ξεπληρώνω ρ μ
 I've nearly paid off my mortgage.
 The collection company kept calling me for weeks until I finally paid off my debt.
 Έχω σχεδόν εξοφλήσει το δάνειο του σπιτιού. // Η εισπρακτική εταιρεία συνέχισε να με καλεί για βδομάδες μέχρι που εξόφλησα το χρέος μου.
pay [sb] off,
pay off [sb]
vtr phrasal sep
informal (bribe: [sb])δωροδοκώ, εξαγοράζω ρ μ
  (αργκό)λαδώνω ρ μ
 The businesswoman wanted Leo to stay quiet about her fraudulent practices, so she paid him off.
pay off vi phrasal informal (have good consequences)αποδίδω ρ μ
  (μεταφορικά)βγαίνω σε καλό έκφρ
 Hard work and careful planning always pay off.
 Η σκληρή δουλειά και ο προσεκτικός σχεδιασμός πάντα βγαίνουν σε καλό.
pay out vi phrasal (yield a financial reward)αποφέρω κέρδος ρ μ + ουσ ουδ
 It will take five years for your investment to pay out.
pay out [sth] vtr phrasal insep (yield a sum of money)πληρώνω ρ μ
 This slot machine will pay out a fortune if you hit the jackpot.
 My pension fund will pay out enough to live on.
 Αυτός ο κουλοχέρης πληρώνει μια περιουσία εάν πετύχεις τζάκποτ. // Το συνταξιοδοτικό ταμείο μου θα πληρώνει αρκετά για να τα βγάζω πέρα.
pay out [sth] vtr phrasal insep (spend: a sum of money)πληρώνω ρ μ
  (χρήματα)δίνω ρ μ
 I paid out a lot of money for this expensive computer.
 Έδωσα πολλά χρήματα για αυτό τον ακριβό υπολογιστή.
pay up vi phrasal informal (pay an amount owed)εξοφλώ, ξεπληρώνω ρ μ
 You've owed me that money for over a month. It's time to pay up.
 Μου χρωστάς αυτά τα χρήματα εδώ και πάνω από έναν μήνα. Ήρθε η ώρα να με ξεπληρώσεις (or: εξοφλήσεις).
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
paying | pay
ΑγγλικάΕλληνικά
dues-paying member n (full member who pays fees)πλήρες μέλος επίθ + ουσ ουδ
  μέλος που πληρώνει συνδρομή περίφρ
 See below for more information on the benefits of becoming a dues-paying member of the club.
fee-paying adj (paying for service)που πληρώνει περίφρ
fee-paying adj UK (charging for service)επί πληρωμή φρ ως επίθ
  (σχολείο)που έχει δίδακτρα περίφρ
high paying,
high-paying
adj
(well remunerated)υψηλά αμειβόμενος φρ ως επίθ
  (καθομιλουμένη)καλοπληρωμένος επίθ
  με καλά λεφτά περίφρ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun
 High-paying jobs are not common in the public sector.
nonpaying,
non-paying
adj
(not remunerated, unpaid)που δεν πληρώνεται περίφρ
  χωρίς πληρωμή φρ ως επίθ
  (εργασία)απλήρωτος επίθ
nonpaying,
non-paying
adj
(person: not having to pay)που δεν πληρώνει περίφρ
nonpaying,
non-paying
adj
(not profitable)ανεπικερδής επίθ
  επιζήμιος επίθ
paying customer n (person buying goods) (που αφήνει χρήμα)πελάτης, πελάτισσα ουσ αρσ, ουσ θηλ
 The café attracts too many loiterers and not enough paying customers.
paying guest n (lodger)ένοικος, νοικάρης, ενοικιαστής ουσ αρσ
 I stayed as a paying guest with an English family during my holiday.
paying-in slip n (banking: deposit form)έντυπο κατάθεσης φρ ως ουσ ουδ
well-paying adj (lucrative, with a high salary)καλά αμειβόμενος φρ ως επίθ
  (καθομιλουμένη)που πληρώνει καλά περίφρ
  (καθομιλουμένη)που έχει καλά λεφτά περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'paying' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση paying στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «paying».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!