Ο όρος 'paying' παραπέμπει στον όρο 'pay'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'paying' is cross-referenced with 'pay'. It is in one or more of the lines below.
Κύριες μεταφράσεις |
pay⇒ vi | (make a payment) | πληρώνω ρ αμ |
| I have no money. Can you pay? |
| Δεν έχω λεφτά. Μπορείς να πληρώσεις; |
pay for [sth] vi + prep | (give money in exchange) (κάτι ή για κάτι) | πληρώνω ρ αμ |
| He paid for his dinner when the bill came. |
| Πλήρωσε για το δείπνο του, όταν έφτασε ο λογαριασμός. |
pay [sb] [sth]⇒ vtr | (offer money to) (κάτι σε κάποιον) | δίνω ρ μ |
| (κάποιον κάτι) | πληρώνω ρ μ |
| I'll pay you five dollars if you tell me where he went. |
| Θα σου δώσω πέντε δολάρια αν μου πεις που πήγαν. |
| Θα σε πληρώσω πέντε δολάρια αν μου πεις που πήγαν. |
pay [sth]⇒ vtr | (settle) | εξοφλώ, αποπληρώνω ρ μ |
| (καθομιλουμένη) | ξεπληρώνω ρ μ |
| I would like to pay my account now. |
| Θα ήθελα να
αποπληρώσω τον λογαριασμό μου τώρα. |
pay [sth] for [sth] vtr + prep | (give money for) (για κάτι ή κάτι) | πληρώνω ρ μ |
| What a nice dress! How much did you pay for it? |
| Τι ωραίο φόρεμα! Πόσο το πλήρωσες; |
pay [sb] [sth] for [sth] vtr + prep | (give money in exchange) (κάτι σε κάποιον για κάτι) | δίνω ρ μ |
| I'll pay you ten dollars for that shirt. |
| Θα σου δώσω δέκα δολάρια για αυτό το μπλουζάκι. |
pay [sb] to do [sth] v expr | (offer money to do [sth]) (κπ για να κάνει κτ) | πληρώνω ρ μ |
| They paid him to redecorate their house. |
| Τον πλήρωσαν για να αλλάξει τη διακόσμηση στο σπίτι τους. |
pay [sb] [sth] to do [sth] v expr | (give money in exchange) (κτ σε κπ για να κάνει κτ) | δίνω ρ μ |
| | πληρώνω ρ μ |
| My dad paid me five pounds to clean his car. |
| Ο μπαμπάς μού έδωσε πέντε δολάρια, για να πλύνω το αυτοκίνητο. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θα πληρώσω έναν υδραυλικό, για να φτιάξει τη βρύση. |
pay [sth] (to [sb])⇒ vtr | (respects, tribute: show) (τα σέβη μου σε κάποιον) | υποβάλλω ρ μ |
| He paid his respects to the king. |
| Υπέβαλε τα σέβη του στο βασιλιά. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
pay n | (wages, salary) | μισθός ουσ αρσ |
| | αμοιβή, πληρωμή ουσ θηλ |
| The pay at this company is pretty good. |
pay n | informal (payroll) | πληρωμές ουσ θηλ πλ |
| | μισθοδοσία ουσ θηλ |
| Linda is the secretary and Betty works on invoices and pay. |
pay, paying n as adj | US (not free of charge) | επί πληρωμή έκφρ |
| While most web sites are free, there are some pay sites. |
pay to do [sth] v expr | figurative (be beneficial) (καθομιλουμένη) | βγαίνει σε καλό έκφρ |
| It usually pays to be nice to people. |
| Συνήθως βγαίνει σε καλό να είσαι ευγενικός με τους άλλους. |
pay⇒ vi | (offer as salary) | πληρώνω ρ αμ |
| | πληρώνω ρ μ |
| | προσφέρω μισθό, δίνω μισθό περίφρ |
| (καθομιλουμένη) | δίνω ρ μ |
| It sounds like a good job, but what do they pay? |
| Ακούγεται καλή δουλειά, αλλά πόσα πληρώνουν; |
| Ακούγεται καλή δουλειά, αλλά τι μισθό δίνουν; |
| Ακούγεται καλή δουλειά, αλλά πόσα δίνουν; |
pay vi | figurative (be beneficial) | ωφελώ ρ μ |
| | βγαίνω σε καλό έκφρ |
| It just goes to show—sometimes being nice to people pays. |
pay vi | figurative (suffer consequences) (μεταφορικά) | το πληρώνω έκφρ |
| | πληρώνω ρ μ |
| Don't do it! You are going to pay if you do! |
| Μην το κάνεις! Θα το πληρώσεις αν το κάνεις! |
pay for [sth] vi + prep | figurative, informal (suffer consequences) (μεταφορικά: για κάτι) | πληρώνω ρ μ |
| | το πληρώνω έκφρ |
| (σε κάποιον) | το πληρώνω έκφρ |
| You'll pay for what you did to me - I'll make sure of that! |
| Θα πληρώσεις για αυτό που μου έκανες. Θα το φροντίσω εγώ! |
| Θα το πληρώσεις αυτό που μου έκανες. Θα το φροντίσω εγώ! |
| Θα μου το πληρώσεις αυτό που μου έκανες. Θα το φροντίσω εγώ! |
pay [sth]⇒ vtr | nautical (let ship fall to leeward) (ναυσιπλοΐα: σχοινί) | αμολάω ρ μ |
| | κατευθύνω πλοίο αντίθετα από τη διεύθυνση του ανέμου περίφρ |
pay [sth] vtr | nautical (tar ship's bottom) (εξωτερικό πλοίου) | αλείφω κτ με πίσσα περίφρ |
| | πισσώνω ρ μ |
pay [sth] vtr | (yield as a return) | αποδίδω ρ μ |
| | αποφέρω κέρδος περίφρ |
| (καθομιλουμένη) | πληρώνω ρ μ |
| The stock paid six percent last year. |
pay [sth] vtr | (taxes: contribute) | πληρώνω ρ μ |
| As someone who pays her taxes, I like to have a say in what the council does with my money. |
Phrasal verbs pay | paying |
pay [sth] back vtr phrasal sep | (return money) | ξεπληρώνω ρ μ |
| I can't afford to pay back the fifty pounds he lent me. |
| Δεν έχω την οικονομική άνεση να του ξεπληρώσω τις πενήντα λίρες που μου δάνεισε. |
pay [sb] back vtr phrasal sep | (return money to) | εξοφλώ, ξεπληρώνω ρ μ |
| I will pay you back the £5 tomorrow. |
| Θα σου ξεπληρώσω τις 5 λίρες αύριο. |
pay [sb] back vtr phrasal sep | figurative, informal (take revenge on) (μεταφορικά) | ανταποδίδω, ξεπληρώνω ρ μ |
| After John embarrassed Susan, she paid him back by playing a joke on him. |
| Αφού ντρόπιασε τη Σούζαν ο Τζον, εκείνη του το ανταπέδωσε κάνοντάς του μια φάρσα. |
pay [sb] back for [sth] vtr phrasal sep | figurative, informal (take revenge for [sth]) (κάποιον για κάτι) | εκδικούμαι ρ μ |
| (μεταφορικά) | ξεπληρώνω ρ μ |
| | κάνω κπ να πληρώσει για κτ περίφρ |
| How shall I pay him back for that dirty trick he played on me? |
| Πως να τον εκδικηθώ για το κακόγουστο αστείο που μου έκανε; |
pay [sb] back for doing [sth] vtr phrasal sep | figurative, informal (take revenge for [sth]) (κάποιον επειδή έκανε κάτι) | εκδικούμαι ρ μ |
| (που έκανε κάτι) | κάνω κπ να πληρώσει περίφρ |
| I still haven't paid you back for humiliating me in front of all my friends. |
| Ακόμα δεν σε έχω εκδικηθεί που με ταπείνωσες μπροστά σε όλους μου τους φίλους. |
pay [sth] down vtr phrasal sep | (make a down payment) | πληρώνω προκαταβολή έκφρ |
pay down [sth], pay [sth] down vtr phrasal sep | mainly US (partly pay off, pay back: debt) | ξεπληρώνω οφειλή με σκοπό μείωσή της περίφρ |
pay in [sth], pay [sth] in vtr phrasal sep | (money: put into a bank) | καταθέτω ρ μ |
| I went to the bank and paid in a cheque. |
pay [sth] in full vtr phrasal sep | (pay completely) | εξοφλώ ρ μ |
| | πληρώνω όλο το ποσό έκφρ |
| I was happy to pay the invoice in full and be free of debt. |
pay [sth] off, pay off [sth] vtr phrasal sep | (pay all of: money owed) | εξοφλώ ρ μ |
| | ξεπληρώνω ρ μ |
| I've nearly paid off my mortgage. |
| The collection company kept calling me for weeks until I finally paid off my debt. |
| Έχω σχεδόν εξοφλήσει το δάνειο του σπιτιού. // Η εισπρακτική εταιρεία συνέχισε να με καλεί για βδομάδες μέχρι που εξόφλησα το χρέος μου. |
pay [sb] off, pay off [sb] vtr phrasal sep | informal (bribe: [sb]) | δωροδοκώ, εξαγοράζω ρ μ |
| (αργκό) | λαδώνω ρ μ |
| The businesswoman wanted Leo to stay quiet about her fraudulent practices, so she paid him off. |
pay off vi phrasal | informal (have good consequences) | αποδίδω ρ μ |
| (μεταφορικά) | βγαίνω σε καλό έκφρ |
| Hard work and careful planning always pay off. |
| Η σκληρή δουλειά και ο προσεκτικός σχεδιασμός πάντα βγαίνουν σε καλό. |
pay out vi phrasal | (yield a financial reward) | αποφέρω κέρδος ρ μ + ουσ ουδ |
| It will take five years for your investment to pay out. |
pay out [sth] vtr phrasal insep | (yield a sum of money) | πληρώνω ρ μ |
| This slot machine will pay out a fortune if you hit the jackpot. |
| My pension fund will pay out enough to live on. |
| Αυτός ο κουλοχέρης πληρώνει μια περιουσία εάν πετύχεις τζάκποτ. // Το συνταξιοδοτικό ταμείο μου θα πληρώνει αρκετά για να τα βγάζω πέρα. |
pay out [sth] vtr phrasal insep | (spend: a sum of money) | πληρώνω ρ μ |
| (χρήματα) | δίνω ρ μ |
| I paid out a lot of money for this expensive computer. |
| Έδωσα πολλά χρήματα για αυτό τον ακριβό υπολογιστή. |
pay up vi phrasal | informal (pay an amount owed) | εξοφλώ, ξεπληρώνω ρ μ |
| You've owed me that money for over a month. It's time to pay up. |
| Μου χρωστάς αυτά τα χρήματα εδώ και πάνω από έναν μήνα. Ήρθε η ώρα να με ξεπληρώσεις (or: εξοφλήσεις). |