attentive

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/əˈtɛntɪv/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/əˈtɛntɪv/ ,USA pronunciation: respelling(ə tentiv)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
attentive adj (paying attention)προσεκτικός, προσεχτικός επίθ
  (σε κάτι)συγκεντρωμένος μτχ πρκ
  (καθομιλουμένη)που παρακολουθεί, που προσέχει περίφρ
 The students in Mr. Graham's English class were attentive and eager to learn.
 Οι μαθητές στο μάθημα αγγλικών του κυρίου Γκράχαμ ήταν συγκεντρωμένοι και πρόθυμοι να μάθουν.
attentive to [sth/sb] adj + prep (courteous, considerate) (με κτ/κπ)εξυπηρετικός, περιποιητικός επίθ
 The staff at the hotel are quite attentive to guests' needs and desires.
 Οι υπάλληλοι στο ξενοδοχείο είναι αρκετά εξυπηρετικοί με τις ανάγκες και επιθυμίες των πελατών.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'attentive' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: need to be attentive [in class, at work], please try to be more attentive!, attentive to [the details, your work], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση attentive στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «attentive».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!