once

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈwʌns/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/wʌns/ ,USA pronunciation: respelling(wuns)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
once adv (a single time)μια φορά, μία φορά φρ ως επίρ
 I have only tried coffee once because I hated it!
 Έχω δοκιμάσει καφέ μόνο μία φορά γιατί τον σιχαίνομαι!
once adv (formerly)κάποτε επίρ
 I once knew how to sew.
 Κάποτε ήξερα να ράβω.
once conj (if ever)μόλις, όταν σύνδ
  (επίσημο)άπαξ και περίφρ
 Once you try Thai food you will want more.
 Μόλις (or: όταν) δοκιμάσεις Ταϊλανδέζικο φαγητό, θα θέλεις κι άλλο.
 Άπαξ και δοκιμάσεις Ταϊλανδέζικο φαγητό, θα θέλεις κι άλλο.
once conj (after, when)μόλις, όταν σύνδ
  αφού σύνδ
 You can pay for it once you get here.
 Μπορείς να το πληρώσεις μόλις (or: όταν) έρθεις.
 Μπορείς να το πληρώσεις αφού πρώτα έρθεις.
once n (a single time)μια φορά, μία φορά φρ ως επίρ
 Once is enough for me. I have no interest in doing it again.
 Μια φορά (or: μία φορά) μου είναι αρκετή. Δε με ενδιαφέρει να το ξανακάνω.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
once adj (former)κάποτε, άλλοτε επίρ
 The once happily married man got a divorce.
once adv (when, at the time)μόλις, όταν σύνδ
 Once the evidence becomes public, there will be an outcry.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
all at once adv (suddenly)αναπάντεχα, ξαφνικά επίρ
  αιφνιδίως επίρ
 All at once, I heard a noise in the kitchen.
all at once adv (simultaneously, at the same time)ταυτόχρονα επίρ
  την ίδια ώρα φρ ως επίρ
  (για άτομα που κάνουν κτ)όλοι μαζί φρ ως επίρ
 The guests cried "Surprise!" all at once.
at once adv (immediately)αμέσως, στη στιγμή, αυτοστιγμεί, άμεσα επίρ
 When Beth saw how ill her son was, she called the health centre at once.
 Όταν η Μπεθ είδε πόσο άρρωστος ήταν ο γιος της, κάλεσε αμέσως το κέντρο υγείας.
at once adv (at one time: simultaneously)την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα επίρ
 I can't clean the house and take care of the children at once.
 Δεν μπορώ να καθαρίζω το σπίτι και να προσέχω τα παιδιά ταυτόχρονα.
cousin once removed n (child of your first cousin)ανιψιός, ανιψιά ουσ αρσ, ουσ θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία καθώς ο αγγλικός όρος αναφέρεται στο παιδί του πρώτου μου ξαδερφού/ξαδερφής.
cousin once removed n (first cousin of your parent)θείος, θεία ουσ αρσ, ουσ θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία καθώς ο αγγλικός όρος αναφέρεται στα πρώτα ξαδέρφια των γονιών μου.
every once in a while expr (occasionally) (καθομιλουμένη)μια στο τόσο έκφρ
  περιστασιακά επίρ
 Every once in a while, Paula goes to the gym.
for once adv (for a change, for the first time)για αλλαγή, πρώτη φορά, για μία φορά επίρ
 Maybe I should do my work a little at a time for once, instead of putting it off.
just once adv informal (one time only)μια φορά, για μια φορά περίφρ
  (εμφατικός τύπος)μία και μοναδική φορά, μια φορά μόνο, μόνο μια φορά περίφρ
 Just once, I wish you would ask politely.
 I'll make an exception just once.
once a week adv (on a weekly basis)μία φορά την εβδομάδα, εβδομαδιαίως, σε εβδομαδιαία βάση επίρ
 Our bins are collected once a week.
once again adv (one more time, as an encore)άλλη μια φορά περίφρ
 Everyone clapped and the band came back to play once again.
 Όλοι χειροκρότησαν και το συγκρότημα επέστρεψε για να ξαναπαίξει.
once again adv (yet again)άλλη μια φορά, ακόμα μια φορά φρ ως επίρ
 He has failed the exam once again.
 Once again, my son forgot to make his bed.
 Απέτυχε στο διαγώνισμα για άλλη μια φορά. // Για ακόμα μια φορά, ο γιος μου ξέχασε να στρώσει το κρεβάτι του.
once and again expr US (repeatedly)άλλη μία φορά έκφρ
  για άλλη μία φορά έκφρ
once and for all adv (for the final time)μια και καλή φρ ως επίρ
  μια για πάντα φρ ως επίρ
  οριστικά επίρ
 You said yes, then you said no. Tell me once and for all, will you marry me?
once before adv (on one previous occasion)μια άλλη φορά στο παρελθόν, και μια άλλη φορά παλιότερα, και μια άλλη φορά περίφρ
  μια άλλη φορά, και μια άλλη φορά περίφρ
  άλλη μια φορά στο παρελθόν, άλλη μια φορά παλιότερα, άλλη μια φορά παλιά περίφρ
once in a blue moon adv figurative (very rarely) (καθομ: πολύ σπάνια)μια στο τόσο, μια στις τόσες περίφρ
 He only calls once in a blue moon.
once in a lifetime adv (extremely rarely)μια φορά στα χίλια χρόνια έκφρ
 A chance like this only comes along once in a lifetime.
once in a while adv (occasionally)περιστασιακά επίρ
 I hear from old school friends once in a while.
 Περιστασιακά μαθαίνω νέα από παλιούς μου φίλους από το σχολείο.
once more adv (yet again)άλλη μια φορά έκφρ
 Once more you have failed to get your essay in on time.
once more adv (one more time)άλλη μια φορά έκφρ
 Can you please show me once more how it works?
once or twice expr (a couple of times, a few times)μια-δυο φορές έκφρ
  καναδυό φορές έκφρ
once removed adj (relative: one generation older)συγγενής μεγαλύτερος κατά μία γενιά
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 My father's first cousin is my first cousin once removed.
once removed adj (relative: one generation younger)συγγενής μικρότερος κατά μία γενιά
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 My first cousin's daughter is my first cousin once removed.
once upon a time adv (start of a fairy tale)μια φορά κι έναν καιρό φρ ως επίρ
  (πιο απλά)μια φορά φρ ως επίρ
 Once upon a time, in a land far away, there lived an orphan girl with her wicked stepmother.
 Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή χώρα ζούσε ένα ορφανό κορίτσι με την κακιά μητριά του.
once-in-a-lifetime adj (opportunity: very rare)μοναδικός επίθ
  (σε γενική)ζωής φρ ως επίθ
 The brothers thought the trip around the world was a once-in-a-lifetime opportunity.
give [sb/sth] the once-over,
give [sb/sth] a once-over
v expr
informal (inspect quickly)ρίχνω μια γρήγορη ματιά σε κπ/κτ έκφρ
  (καθομιλουμένη: όχι για άτομο)γρήγορο τσεκάρισμα του/της έκφρ
 When I submitted my report to the CEO, he gave it the once-over and then gave me a thumbs up.
give [sth] the once-over,
give [sth] a once-over
v expr
informal (clean [sth] quickly)κάνω ένα πρόχειρο καθάρισμα σε κτ έκφρ
  κάνω ένα πρόχειρο συμμάζεμα σε κτ έκφρ
  μαζεύω κτ στα γρήγορα έκφρ
 I had just finished giving the living room a once-over when the guests arrived.
only once adv (on one occasion only)μόνο μια φορά έκφρ
 I've been to Paris only once but would like to return some day.
only once adv (a single time without repetition)μόνο μια φορά έκφρ
 Press the "enter key" only once.
too much at once n (sudden excess of [sth])πολύ μαζί στα ξαφνικά ουσ ουδ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 I took a big gulp of beer and got too much at once.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'once' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: I only [did it, saw her] the once, a once-in-a-lifetime [opportunity, chance, offer], once in a while, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση once στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «once».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!