• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
on-the-job adj (at work)εργασιακός, επαγγελματικός επίθ
  της δουλειάς περίφρ
  στη δουλειά περίφρ
 There is no substitute for on-the-job experience.
 These new systems will improve on-the-job communications significantly.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
on-the-job training n (apprenticeship, learning by doing)κατάρτιση κατά την εργασία, εκπαίδευση κατά την εργασία περίφρ
  (κάπως πιο γενικά)πρακτική εξάσκηση επίθ + ουσ θηλ
 I never took actual programming courses, but I had a lot of on-the-job training.
 Experience is not required; the company provides on-the-job training.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'on-the-job' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση on-the-job στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «on-the-job».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!