lively

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈlaɪvli/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈlaɪvli/ ,USA pronunciation: respelling(līvlē)

Inflections of 'lively' (adj):
livelier
adj comparative
liveliest
adj superlative
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lively adj (person)ζωντανός επίθ
  γεμάτος ζωή, μες στη ζωντάνια έκφρ
  αλέγρος επίθ
  δραστήριος επίθ
 Ben was a lively person who liked to party.
 Ο Μπεν ήταν ένας άνθρωπος μες στη ζωντάνια που του άρεσαν τα πάρτι.
lively adj (music)ζωηρός επίθ
  (αισιόδοξος, χορευτικός)χαρούμενος επίθ
  (ανεπίσημο)ανεβαστικός επίθ
 The band played a lively tune to encourage people to dance.
 Το συγκρότημα έπαιξε έναν χαρούμενο σκοπό για να ενθαρρύνει τον κόσμο να χορέψει.
lively adj (event, place)ζωηρός επίθ
  (αρνητικό)θορυβώδης, φασαριόζικος επίθ
 There was a lively party at the end of the street that kept the neighbors awake.
 Γινόταν ένα θορυβώδες πάρτι στο τέλος του δρόμου, το οποίο κράτησε όλους τους γείτονες ξύπνιους.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lively adj (boat)εύκολος στον χειρισμό περίφρ
  εύκολος στην πλοήγηση περίφρ
 The boat was lively and was easy to handle.
lively adj (wind)αναζωογονητικός επίθ
  φρέσκος επίθ
 A lively breeze blew through the trees.
lively adj (ball: rebounding fast)που αναπηδά εύκολα περίφρ
  (ανεπίσημο)χοροπηδηχτός επίθ
 The tennis player sent her opponent a lively ball.
lively adv (animatedly)ζωηρά επίρ
  με ζωντάνια φρ ως επίρ
 The sergeant shouted, "Step lively, boys!"
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
lively debate n (heated discussion)έντονη συζήτηση επίθ + ουσ θηλ
lively interest n (keenness, passion)έντονο ενδιαφέρον έκφρ
 Despite his depression, he still maintained a lively interest in word games.
lively temper n euphemism (volatility, quickness to anger) (ευφημισμός)έντονη ιδιοσυγκρασία επίθ + ουσ θηλ
step lively (mainly US),
look lively (mainly UK)
v expr
informal (hurry)βιάσου επιφ
  κάνε γρήγορα επιφ
  (μεταφορικά, καθομ)κουνήσου επιφ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'lively' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: had a lively [exchange, discussion, debate, conversation], a lively [start, beginning, introduction, end, conclusion], a lively [atmosphere, room, event, party, studio, class, bar], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση lively στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «lively».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!