Ο όρος 'lived-in' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
|
lived-inUK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈlɪvdɪn/
ορισμός |
στα ισπανικά |
στα γαλλικά |
συνώνυμα στα αγγλικά |
αγγλικές συμφράσεις |
Conjugator [EN] |
σε χρήση |
εικόνες
|
|