• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
live out [sth] vtr phrasal insep (live for the duration of)ζω όλο μου τον χρόνο περίφρ
Σχόλιο: Η λέξη χρόνος μπορεί να αντικατασταθεί από λέξη που περιγράφει χρονική διάρκεια, π.χ. όλη μου τη ζωή, όλα μου τα χρόνια κ.λπ.
 She lived out her last years in the same small town.
 Έζησε όλα της τα τελευταία χρόνια στην ίδια μικρή πόλη.
live out vi phrasal US (domestic, etc; not reside in house of employer)ζω σε δικό μου χώρο, μένω σε δικό μου χώρο περίφρ
  (κατά λέξη)ζω εκτός του χώρου εργασίας
 Granddad's caregiver lives out, but she spends 12 hours a day at his home.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
live out [sth] vtr phrasal insep (enact, fulfill)κάνω πραγματικότητα έκφρ
  ζω ρ μ
  εκπληρώνω ρ μ
  βιώνω ρ μ
 He urged his students to live out their dreams.
 Παρότρυνε τους μαθητές του να κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση live out στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «live out».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!