spirited

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈspɪrɪtɪd/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈspɪrɪtɪd/ ,USA pronunciation: respelling(spiri tid)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
spirited adj (lively, animated)ενθουσιώδης, ζωηρός επίθ
  έντονος επίθ
 The men had a spirited conversation about local politics.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
free-spirited adj (independent)ελεύθερο πνεύμα φρ ως επίθ
high-spirited adj (showing energy, enthusiasm)ευδιάθετος, κεφάτος επίθ
  ενθουσιώδης επίθ
  γεμάτος ενθουσιασμό περίφρ
  (μόνο άτομο)που έχει τα κέφια του έκφρ
low-spirited adj (sad, dejected)με πεσμένο ηθικό έκφρ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)πεσμένος επίθ
  κακοδιάθετος επίθ
  αποκαρδιωμένος επίθ
mean-spirited adj (with unkind intentions)κακοπροαίρετος επίθ
  κακόβουλος επίθ
public-spirited adj (person: unselfish)ανιδιοτελής επίθ
  που γίνεται για το κοινό συμφέρον, που γίνεται για την κοινωνική ευημερία περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'spirited' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση spirited στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «spirited».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!