• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: lived, live

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
-lived adj (having a certain kind of life)που έζησε... περίφρ
Σχόλιο: Used in combination
 At the age of 90, the man could look back on a long and well-lived life.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
live vi (reside)ζω, μένω ρ αμ
  κατοικώ ρ αμ
 Luca lives on the second floor.
 Ο Λουκάς ζει (or: μένει) στον δεύτερο όροφο.
live vi (manage your life)ζω ρ αμ
 Two full time jobs is no way to live.
live vi (be alive)ζω ρ αμ
  είμαι ζωντανός ρ έκφρ
 The king is not dead! He lives!
 Ο βασιλιάς δεν είναι νεκρός! Ζει (or: Είναι ζωντανός)!
live vi (remain alive)ζω ρ αμ
 Yes, he still lives. He must be ninety years old.
 Ναι, ζει ακόμα. Πρέπει να είναι ενενήντα ετών.
live vi (exist)ζω ρ αμ
 Cockroaches have lived for millions of years.
 Οι κατσαρίδες ζουν εδώ και εκατομμύρια χρόνια.
live adj (living)ζωντανός επίθ
 We bought live crabs for dinner.
 Αγοράσαμε ζωντανά καβούρια για το δείπνο.
live adj (broadcast: direct)ζωντανός επίθ
  λάιβ, live επίθ άκλ
 Is this broadcast live or pre-recorded?
 Αυτή η μετάδοση είναι ζωντανή (or: λάιβ) ή μαγνητοσκοπημένη;
live adv (perform: in front of people)ζωντανά επίρ
  λάιβ, live επίρ
 The comedian loved performing live.
 Στον κωμικό άρεσε πολύ να δίνει παραστάσεις ζωντανά (or: λάιβ).
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
live adj (coals: burning)αναμμένος, πυρωμένος μτχ πρκ
 Don't touch the coals from the fire; they are still live.
 Μην αγγίζετε τα κάρβουνα από τη φωτιά. Είναι ακόμα αναμμένα (or: πυρωμένα).
live adj (weapons) (επίσημο)ενεργός επίθ
  αληθινός, πραγματικός επίθ
 In training, the army uses blanks instead of live ammunition.
 Στην εκπαίδευση, ο στρατός χρησιμοποιεί άσφαιρα και όχι αληθινά πυρά.
live adj (electrical: with current)ηλεκτροφόρος επίθ
  που περνάει ρεύμα περίφρ
  που έχει ρεύμα περίφρ
 Don't touch the wires; they are still live with electricity.
live adj (sports: in play) (μεταφορικά)ζωντανός επίθ
 The ball was still live because it had not gone out of bounds.
 Η μπάλα ήταν ακόμα ζωντανή, γιατί δεν είχε βγει εκτός γηπέδου.
live adj (audience: present at performance) (μεταφορικά)ζωντανός επίθ
 The comedian loved performing in front of a live audience.
 Στον κωμικό άρεσε πολύ να δίνει παραστάσεις μπροστά σε ζωντανό κοινό.
live adv (broadcast: direct) (μεταφορικά)ζωντανά επίρ
  απευθείας επίρ
  (ανεπίσημο)λάιβ, live επίρ
 We are broadcasting live from the scene of the protest.
 Εκπέμπουμε ζωντανά από την περιοχή των διαδηλώσεων.
live vi (subsist)ζω, επιβιώνω ρ αμ
 Many people around the world live on less than a dollar per day.
 Πολλοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ζουν (or: επιβιώνουν) με λιγότερο από ένα δολάριο τη μέρα.
live vi (enjoy life) (μεταφορικά)ζω ρ αμ
 You can't work all your life; you have to live!
 Δεν μπορείς να δουλεύεις όλη σου τη ζωή. Πρέπει και να ζήσεις!
live [sth] vtr (lead a certain life)ζω, κάνω ρ μ
  (επίσημο)διάγω ρ μ
 Many monks live a Spartan life.
 Πολλοί μοναχοί ζουν (or: κάνουν) σπαρτιάτικη ζωή.
 Πολλοί μοναχοί διάγουν σπαρτιάτικη ζωή.
live [sth] vtr (experience)βιώνω, ζω ρ μ
 He still lives the war in his imagination.
 Βιώνει (or: Ζει) ακόμα τον πόλεμο στη φαντασία του.
live [sth] vtr (way of life)ακολουθώ, κάνω ρ μ
  ζω ρ αμ
  (επίσημο)διάγω ρ μ
 He lives a moral life, as he speaks a moral life.
 Ακολουθεί έναν ηθικό τρόπο ζωής, όπως υποστηρίζει και με τα λόγια του.
 Ζει ηθικά, όπως υποστηρίζει και με τα λόγια του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
live | lived
ΑγγλικάΕλληνικά
live apart vi phrasal (not cohabit)ζω χωριστά, ζω χώρια ρ αμ + επίρ
 They are still married, but they live apart, in different towns.
live [sth] down vtr phrasal sep informal (embarrassment: get over) (εξευτελιστικό γεγονός)ξεπερνώ ρ μ
 His friends ensured that he could never live down the day he accidentally wore his sister's pants.
live for [sth/sb] vtr phrasal insep (take as your reason for living)κπ/κτ είναι ο λόγος της ύπαρξής μου έκφρ
  κπ/κτ είναι η ζωή μου έκφρ
 Rosita lives for her six grandchildren, who she sees every day.
live in vi phrasal (reside in your workplace)ζω στο χώρο εργασίας έκφρ
 The hotel staff live in so they don't have to travel home after work.
 Το προσωπικό του ξενοδοχείου ζει στον χώρο εργασίας του, οπότε δεν χρειάζεται να πηγαίνουν σπίτι μετά τη δουλειά.
live off [sth] vtr phrasal insep (survive on, be supported by)ζω με κτ ρ αμ + πρόθ
  ζω από κτ ρ αμ + πρόθ
 The widow lives off her late husband's pension and Social Security checks.
 Η χήρα ζει με τη σύνταξη και τις επιταγές Κοινωνικής Ασφάλισης του εκλιπόντος συζύγου της.
live on [sth] vtr phrasal insep (use for money)ζω με κτ, ζω από κτ ρ αμ + πρόθ
  τα βγάζω πέρα με κτ έκφρ
 My mother gives me a monthly allowance but I couldn't live on just that.
 Η μητέρα μου μού δίνει ένα μηνιαίο βοήθημα, αλλά δεν θα μπορούσα να ζω μόνο με αυτό.
live on vi phrasal (continue to exist indefinitely)παραμένω ζωντανός περίφρ
  συνεχίζω να ζω περίφρ
 Although a great performer has died today, his memory will live on.
 Αν και σήμερα πέθανε ένας εξαιρετικός ηθοποιός, θα παραμείνει ζωντανός στις σκέψεις μας.
live out [sth] vtr phrasal insep (live for the duration of)ζω όλο μου τον χρόνο περίφρ
Σχόλιο: Η λέξη χρόνος μπορεί να αντικατασταθεί από λέξη που περιγράφει χρονική διάρκεια, π.χ. όλη μου τη ζωή, όλα μου τα χρόνια κ.λπ.
 She lived out her last years in the same small town.
 Έζησε όλα της τα τελευταία χρόνια στην ίδια μικρή πόλη.
live out vi phrasal US (domestic, etc; not reside in house of employer)ζω σε δικό μου χώρο, μένω σε δικό μου χώρο περίφρ
  (κατά λέξη)ζω εκτός του χώρου εργασίας
 Granddad's caregiver lives out, but she spends 12 hours a day at his home.
live out [sth] vtr phrasal insep (enact, fulfill)κάνω πραγματικότητα έκφρ
  ζω ρ μ
  εκπληρώνω ρ μ
  βιώνω ρ μ
 He urged his students to live out their dreams.
 Παρότρυνε τους μαθητές του να κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα.
live through [sth] vtr phrasal insep (experience or endure)ζω ρ μ
 Our grandparents lived through the War and know what it is like to lose everything.
 Οι παππούδες μας έζησαν τον πόλεμο και ξέρουν τι σημαίνει να χάνεις τα πάντα.
live up to [sth] vtr phrasal insep informal (be as good as)ανταποκρίνομαι σε κτ ρ αμ + πρόθ
 She made every effort to live up to her ideals.
 Κατέβαλε κάθε προσπάθεια για να ανταποκριθεί στα ιδεώδη της.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
lived | live
ΑγγλικάΕλληνικά
lived-in adj (signs of habitation)κατοικήσιμος επίθ
  κατοικημένος μτχ πρκ
 Their new apartment felt cozy and lived-in.
long-lived adj (having long lifespan)μακρόβιος επίθ
  με μακρά διάρκεια ζωής περίφρ
  που διαρκεί πολύ καιρό περίφρ
  που κρατάει καιρό περίφρ
short-lived adj (brief)σύντομος, βραχυχρόνιος επίθ
  που έχει μικρή διάρκεια, που διαρκεί λίγο περίφρ
 The revolt was short-lived: it was all over within a week.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'lived' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση lived στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «lived».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!