lever

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈliːvər/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈlɛvɚ, ˈlivɚ/ ,USA pronunciation: respelling(levər, lēvər)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lever n (stick: operates a switch)μοχλός ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)λεβιές ουσ αρσ
 Tom flipped the lever to start the machine.
 Ο Τομ γύρισε τον μοχλό για να ξεκινήσει τη μηχανή.
lever n (tool for lifting)μοχλός ουσ αρσ
 Dan used a crowbar as a lever to break the door open.
 Ο Νταν χρησιμοποίησε έναν λοστό ως μοχλό για να ανοίξει την πόρτα.
lever [sth] vtr (raise, prise up) (έμφαση στον τρόπο)βγάζω, αφαιρώ ρ μ
  (έμφαση στο σήκωμα)σηκώνω ρ μ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 Jane tried to lever the lid off the jar with a knife and accidentally cut her thumb.
 Lisa levered up the manhole cover.
 Η Τζέιν προσπάθησε να βγάλει το καπάκι από το βάζο με ένα μαχαίρι και κατά λάθος έκοψε τον αντίχειρά της.
 Η Λίζα σήκωσε το κάλυμμα του φρεατίου.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lever n figurative (tool to force [sb/sth])μέσο πίεσης φρ ως ουσ ουδ
 Kyle used his friend's pride as a lever to get him to go to college.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
gearshift,
shift lever (US),
gearstick,
gear stick,
gear lever (UK)
n
(vehicle's manual transmission)λεβιές ταχυτήτων φρ ως ουσ αρσ
  μοχλός ταχυτήτων φρ ως ουσ αρσ
 I always waggle the gear stick before starting the engine, to make sure it is in neutral.
 This car's gearshift is on the steering column.
lever arm n (physics: distance between force and fulcrum)μοχλοβραχίονας ουσ αρσ
throttle,
throttle lever
n
(vehicle)μοχλός ισχύος φρ ως ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)γκάζι ουσ ουδ
 The biker opened the throttle and the bike surged forward.
 Ο μοτοσικλετιστής πάτησε γκάζι και η μηχανή πετάχτηκε μπροστά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'lever' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: the lever [arm, handle, bar], the [machine, locking, clutch, brake] lever, a dual- [control, speed, operating] lever, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση lever στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «lever».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!