pedal

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈpɛdəl/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈpɛdəl/ ,USA pronunciation: respelling(pedl or, for 68, pēdl)

Inflections of 'pedal' (v): (⇒ conjugate)
When both "l" and "ll" forms exist, spellings with a double "l" are correct, but rare, in US English, while those with a single "l" are not correct in UK English.
pedals
v 3rd person singular
pedalling
v pres p (Mainly UK)
pedaling
v pres p (US)
pedalled
v past (Mainly UK)
pedaled
v past (US)
pedalled
v past p (Mainly UK)
pedaled
v past p (US)
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pedal n (cycle: footrest)πετάλι ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)πεντάλ ουσ ουδ άκλ
 One of my pedals came off so I had to walk home.
 Ένα από τα πετάλια μου βγήκε από τη θέση του κι έτσι αναγκάστηκα να περπατήσω ως το σπίτι μου.
 Ένα από τα πεντάλ μου βγήκε από τη θέση του κι έτσι αναγκάστηκα να περπατήσω ως το σπίτι μου.
pedal vi (cycle)κάνω πετάλι περίφρ
  ποδηλατώ ρ αμ
 I was pedalling like mad but didn't seem to be getting anywhere.
 Έκανα πετάλι σαν τρελή, αλλά δε φαινόταν να φτάνω πουθενά.
 Ποδηλατούσα σαν τρελή, αλλά δε φαινόταν να φτάνω πουθενά.
pedal [sth] vtr (cycle: move by pedalling)κάνω πετάλι περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Συχνά εννοείται και αποδίδεται σαν: Αγωνιζόταν να ανέβει στο λόγο με το ποδήλατο.
 She strained to pedal the bike up the hill.
pedal n (musical instrument: foot lever) (μουσικό όργανο)πεντάλ ουσ ουδ άκλ
  ποδομοχλός ουσ αρσ
 You can work the cymbals by using this pedal here.
 Μπορείς να παίξεις τα κύμβαλα χρησιμοποιώντας αυτό εδώ το πεντάλ.
pedal n (vehicle: foot control)πετάλι ουσ ουδ
  πεντάλ ουσ ουδ άκλ
  ποδομοχλός ουσ αρσ
 Cars with manual transmissions have three pedals: the accelerator, the brake, and the clutch.
 Τα αμάξια με χειροκίνητο σύστημα μετάδοσης κίνησης έχουν τρία πεντάλ: το γκάζι, το φρένο και τον συμπλέκτη.
 Τα αμάξια με χειροκίνητο σύστημα μετάδοσης κίνησης έχουν τρία πεντάλ: το γκάζι, το φρένο και τον συμπλέκτη.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
accelerator,
accelerator pedal
n
(vehicle's speed-control pedal)γκάζι ουσ ουδ
  (επίσημο, επιστημονικό)επιταχυντής ουσ αρσ
 The driver put his foot down hard on the accelerator.
backpedal,
back-pedal
vi
(pedal backwards)κάνω πετάλι ανάποδα περίφρ
  κάνω πετάλι προς τα πίσω περίφρ
backpedal,
back-pedal
vi
figurative, informal (go against [sth] previously said)αντιφάσκω ρ αμ
  (καθομιλουμένη)ξελέω ρ μ
brake pedal n (for stopping vehicle) (πετάλι)φρένο ουσ ουδ
 Do not forget to press the brake pedal; the car won't stop by itself.
gas pedal n US (accelerator)επιταχυντής ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)γκάζι ουσ ουδ
 She slammed on the gas pedal and sped down the street.
pedal boat (recreational water vehicle)θαλάσσιο ποδήλατο επίθ + ουσ ουδ
pedal power n (use of a cycle)μετακίνηση με ποδήλατο περίφρ
pedal power n (energy generated by cycling)ισχύς ποδηλάτου φρ ως ουσ θηλ
pedal pushers npl (women's short trousers) (παντελόνι)ψαράδικο, κάπρι ουσ ουδ
Σχόλιο: κάπρι: ξενικό, άκλιτο
 My mom used to wear pedal pushers all summer long.
soft-pedal [sth] vtr figurative, informal (downplay, try to minimize)μειώνω τη σημασία, μειώνω τη σπουδαιότητα έκφρ
  υποβαθμίζω ρ μ
  υποτιμώ ρ μ
soft-pedal vi (music: use soft pedal)παίζω μουσική πατώντας το μαλακό πεντάλ περίφρ
soft-pedal [sth] vtr (music: soften with soft pedal)κάνω πιο απαλό με το μαλακό πεντάλ περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'pedal' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση pedal στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «pedal».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!