Listen:
Inflections of 'pedal ' (v ): (⇒ conjugate )When both "l" and "ll" forms exist, spellings with a double "l" are correct, but rare, in US English, while those with a single "l" are not correct in UK English. pedals v 3rd person singular pedalling v pres p (Mainly UK) pedaling v pres p (US) pedalled v past (Mainly UK) pedaled v past (US) pedalled v past p (Mainly UK) pedaled v past p (US)
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις
pedal n (cycle: footrest) πετάλι ουσ ουδ
(καθομιλουμένη ) πεντάλ ουσ ουδ άκλ
One of my pedals came off so I had to walk home.
Ένα από τα πετάλια μου βγήκε από τη θέση του κι έτσι αναγκάστηκα να περπατήσω ως το σπίτι μου.
Ένα από τα πεντάλ μου βγήκε από τη θέση του κι έτσι αναγκάστηκα να περπατήσω ως το σπίτι μου.
pedal⇒ vi (cycle) κάνω πετάλι περίφρ
ποδηλατώ ρ αμ
I was pedalling like mad but didn't seem to be getting anywhere.
Έκανα πετάλι σαν τρελή, αλλά δε φαινόταν να φτάνω πουθενά.
Ποδηλατούσα σαν τρελή, αλλά δε φαινόταν να φτάνω πουθενά.
pedal [sth] ⇒ vtr (cycle: move by pedalling) κάνω πετάλι περίφρ
Σχόλιο : Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Συχνά εννοείται και αποδίδεται σαν: Αγωνιζόταν να ανέβει στο λόγο με το ποδήλατο. She strained to pedal the bike up the hill.
pedal n (musical instrument: foot lever) (μουσικό όργανο ) πεντάλ ουσ ουδ άκλ
ποδομοχλός ουσ αρσ
You can work the cymbals by using this pedal here.
Μπορείς να παίξεις τα κύμβαλα χρησιμοποιώντας αυτό εδώ το πεντάλ.
pedal n (vehicle: foot control) πετάλι ουσ ουδ
πεντάλ ουσ ουδ άκλ
ποδομοχλός ουσ αρσ
Cars with manual transmissions have three pedals: the accelerator, the brake, and the clutch.
Τα αμάξια με χειροκίνητο σύστημα μετάδοσης κίνησης έχουν τρία πεντάλ: το γκάζι, το φρένο και τον συμπλέκτη.
Τα αμάξια με χειροκίνητο σύστημα μετάδοσης κίνησης έχουν τρία πεντάλ: το γκάζι, το φρένο και τον συμπλέκτη.
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Ο όρος 'pedal ' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή: