knowing

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈnəʊɪŋ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈnoʊɪŋ/ ,USA pronunciation: respelling(nōing)

From the verb know: (⇒ conjugate)
knowing is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: knowing, know

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
knowing adj (shrewd, aware)πονηρός επίθ
  με νόημα, όλο νόημα έκφρ
 The professor gave a knowing smile to his students. The magician gave the audience a knowing wink.
knowing adj (intentional)συνειδητός επίθ
  εσκεμμένος, σκόπιμος επίθ
  εν γνώση μου φρ ως επίρ
  επίτηδες επίρ
 I'm disappointed that you told me a knowing fib.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
know [sth] vtr (comprehend)ξέρω ρ μ
  γνωρίζω ρ μ
 I know the answer.
 Ξέρω την απάντηση.
 Γνωρίζω την απάντηση.
know that,
know who,
know what,
know why
vtr
(be aware)ξέρω ότι/πως ρ μ
  (επίσημο)γνωρίζω ότι/πως ρ μ
 Does he know that we've arrived?
 Ξέρει ότι ήρθαμε;
 Γνωρίζει ότι ήρθαμε;
know [sb] vtr ([sb]: be acquainted)ξέρω, γνωρίζω ρ μ
  γνωρίζομαι με κπ ρ αμ + πρόθ
 Do you know Julie?
 Ξέρεις (or: Γνωρίζεις) την Τζούλι;
 Γνωρίζεστε με την Τζούλι;
know [sth] vtr (be conversant, familiar)ξέρω ρ μ
 He knows football better than anyone.
 Ξέρει ποδόσφαιρο καλύτερα από τον καθένα.
know [sth] vtr (have memorized)ξέρω ρ μ
  (επίσημο)γνωρίζω ρ μ
 She's only three but she knows the alphabet.
 Είναι μόνο τριών ετών, αλλά ξέρει την αλφαβήτα.
know [sth] from [sth] vtr (distinguish) (διακρίνω)ξεχωρίζω, διακρίνω ρ μ
 He doesn't know a flower from a weed.
 Δεν μπορεί να ξεχωρίσει (or: διακρίνει) ένα λουλούδι από ένα αγριόχορτο.
know [sb] vtr (recognize)αναγνωρίζω ρ μ
 I knew my estranged father as soon as I set eyes on him.
 Αναγνώρισα τον πατέρα μου με τον οποίο είχαμε αποξενωθεί αμέσως μόλις τον είδα.
know of [sb/sth] vi + prep (be aware [sb], [sth] exists) (έχουμε συναντηθεί)ξέρω, γνωρίζω ρ μ
  (δεν έχουμε συναντηθεί)έχω ακουστά κπ/κτ έκφρ
 I know of him, but he's not really a friend.
 Τον ξέρω (or: γνωρίζω), αλλά δεν είμαστε φίλοι.
 Τον έχω ακουστά, αλλά δεν είμαστε φίλοι.
know vi (hold in mind as fact)ξέρω, γνωρίζω ρ αμ
 If you don't know, then we need to find someone who does.
 Αν δεν ξέρεις εσύ, πρέπει να βρούμε κάποιον που ξέρει.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
know [sb] as [sth/sb],
know [sb] to be [sth/sb]
vtr
(perceive)έχω στο μυαλό μου έκφρ
  (μεταφορικά)έχω ρ μ
  θεωρώ ρ μ
 I know her as a woman of integrity.
 Την έχω στο μυαλό μου ως ακέραιη προσωπικότητα.
 Την έχω για ακέραιη προσωπικότητα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
knowing | know
ΑγγλικάΕλληνικά
all-knowing adj (who knows everything)παντογνώστης ουσ αρσ
 My priest told me that God is all-knowing.
knowing smile n (smile that suggests secret understanding) (ξέρω κάτι)πονηρό χαμόγελο επίθ + ουσ ουδ
  (κατανοώ κάτι)χαμόγελο γεμάτο κατανόηση περίφρ
 She stammered and he gave her a knowing smile.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'knowing' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: gave her a knowing [look, nod, glance, wink, smile], he said with a knowing smile, an all-knowing [government, God], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση knowing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «knowing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!