wise

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈwaɪz/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/waɪz/ ,USA pronunciation: respelling(wīz)

Inflections of 'wise' (adj):
wiser
adj comparative
wisest
adj superlative
Inflections of 'wise' (v): (⇒ conjugate)
wises
v 3rd person singular
wising
v pres p
wised
v past
wised
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wise adj (person: knowing)σοφός επίθ
  σοφός ουσ αρσ
  (μεγάλη πείρα)πολύπειρος επίθ
 Everybody went to the wise old man for advice.
 Όλοι πήγαιναν στο σοφό γέροντα για συμβουλές.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο Θαλής ήταν ένας απ' τους εφτά σοφούς της αρχαιότητας.
wise adj (act, decision: judicious)συνετός επίθ
  φρόνιμος επίθ
 He was considered a good manager because of his wise decisions.
 Τον θεωρούσαν καλό διευθυντή για τις συνετές αποφάσεις του.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν είναι συνετό (or: φρόνιμο) ν' αφήνεις ένα παιδί μόνο του!
wise adj (act: prudent, sensible)συνετός επίθ
  φρόνιμος επίθ
 Driving at night with no lights was not a wise thing to do.
 Το να οδηγείς τη νύχτα χωρίς φώτα δεν ήταν συνετή πράξη.
wise suffix (in a given way, direction)κατά επίρ
 For example: lengthwise
 Για παράδειγμα: κατά μήκος
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
-wise adj (relating to particular thing)από άποψης, από θέμα περίφρ
  όσον αφορά περίφρ
  σχετικά με κτ, που σχετίζεται με κτ περίφρ
Σχόλιο: Used in combination
 What do we need to pack clothes-wise for our holiday?
 Από θέμα ρούχων τι θα χρειαστεί να πακετάρουμε για τις διακοπές μας;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
wise up vi phrasal informal, US (become aware)βάζω μυαλό, συμμορφώνομαι ρ μ
  (σπάνιο)μυαλώνω ρ αμ
 Wise up and stop acting like such a fool.
 Βάλε μυαλό (or: συμμορφώσου) και σταμάτα να συμπεριφέρεσαι ανόητα.
wise up to [sth] vtr phrasal insep informal, US (realize)μαθαίνω ρ μ
  αντιλαμβάνομαι ρ μ
 I hope you wise up to his tricks before you get hurt.
 Ελπίζω να μάθεις τα κόλπα του πριν πληγωθείς.
wise [sb] up vtr phrasal sep informal, US (make [sb] aware)ενημερώνω ρ μ
wise [sb] up to [sth] vtr phrasal 3-part informal, US (make [sb] aware of [sth])ενημερώνω κπ για κτ ρ μ + πρόθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
a word to the wise n colloquial (giving warning, advice)συμβουλή ουσ θηλ
 A word to the wise: do not visit this neighborhood alone after dark.
 Μια συμβουλή: Μην πας μόνος σου σε αυτή την γειτονιά όταν σκοτεινιάσει.
career-wise adj (pertaining to your profession)από άποψη καριέρας, από άποψη σταδιοδρομίας περίφρ
  όσον αφορά την καριέρα, όσον αφορά τη σταδιοδρομία περίφρ
 The actor's decision to move out of London was not a great one career-wise.
get wise to [sth] v expr (discover a scheme or secret)ανακαλύπτω, μαθαίνω ρ μ
penny-wise adj (careful in spending money)οικονόμος επίθ
weather-wise adj (skillful in predicting the weather)επιδέξιος στην πρόβλεψη του καιρού φρ ως επίθ
weather-wise adj figurative (skillful in predicting opinions)διορατικός επίθ
weather-wise adv (as far as the weather is concerned)όσον αφορά τον καιρό, από πλευράς καιρού έκφρ
 Weather-wise, it looks as though we are in for a gorgeous weekend.
wise guy n slang ([sb] overly self-assured)εξυπνάκιας, ξερόλας ουσ αρσ
 Don't talk back - nobody likes a wise guy.
wise guy n US, slang (Mafia member)μαφιόζος ουσ αρσ
wise man n (man with great knowledge)ο σοφός ουσ αρσ
 Edward asked the wise man for advice.
wise man n (man who knows about magic)μάγος ουσ αρσ
 The wise men gave the prince a magic potion.
wise old man n (psychology: Jung archetype)σοφός γέροντας επίθ + ουσ αρσ
wise-ass,
wiseass,
wise ass
n
pejorative, vulgar, informal, US ([sb] smug, know-it-all) (καθομιλουμένη)εξυπνάκιας ουσ αρσ
  ξερόλας ουσ αρσ
  φωτεινός παντογνώστης επίθ + ουσ αρσ
wise-ass,
wiseass,
wise ass
n as adj
pejorative, vulgar, informal, US (smug, know-it-all) (καθομιλουμένη)εξυπνάκιας ουσ ως επίθ άκλ
  ξερόλας ουσ ως επίθ άκλ
  φωτεινός παντογνώστης φρ ως επίθ
wiseass,
wise-ass
n as adj
pejorative, vulgar, informal, US (remark: smug, clever)δήθεν έξυπνος φρ ως επίρ
  (ανεπίσημο)που δείχνει ξερολίαση περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'wise' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a wise (old) man, a wise [message, decision, suggestion, idea, investment], he [gave, offered] us some wise words, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση wise στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «wise».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!