keeper

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkiːpər/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈkipɚ/ ,USA pronunciation: respelling(kēpər)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
keeper n (custodian of [sth])φύλακας ουσ αρσ/θηλ
 Pam was the keeper of the grounds at the school.
 Η Παμ ήταν η φύλακας των εξωτερικών χώρων στο σχολείο.
keeper n ([sb]'s guardian or carer) (μόνο για ανήλικο)κηδεμόνας ουσ αρσ/θηλ
  προστάτης, προστάτιδα ουσ αρσ, ουσ θηλ
 Tom was his grandmother's keeper in her final years.
keeper n (zoo: animal carer)φροντιστής, φροντίστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 The keeper feeds the penguins fish from a bucket.
keeper n informal, abbreviation (football, soccer: goalkeeper, goaltender)τερματοφύλακας ουσ αρσ/θηλ
  (καθομιλουμένη, ζαργκόν)γκολκίπερ ουσ αρσ/θηλ άκλ
  (ζαργκόν)πορτιέρο ουσ αρσ άκλ
 Seth is a goalkeeper for his team.
 Ο Σεθ είναι τερματοφύλακας στην ομάδα του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
keeper n informal ([sth], [sb] worth keeping) (καθομιλουμένη)κελεπούρι ουσ ουδ
  που αξίζει περίφρ
  που αξίζει να τον κρατήσεις περίφρ
 Amy knew right away that her new boyfriend was a keeper.
keeper n (fish: large enough)ψάρι επιτρεπτού μεγέθους σύμφωνα με το νόμο για το ψάρεμα
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 The fisherman caught a lot of fish, but none of them were keepers.
 Ο ψαράς έπιασε αρκετά ψάρια, κανένα από αυτά όμως δεν ήταν αρκετά μεγάλο ώστε να το κρατήσει.
keeper n (holder of [sth])φύλακας ουσ αρσ/θηλ
 Ben acted as the keeper of all the family's valuables.
keeper n (for a magnet)οπλισμός μαγνήτη περίφρ
 Dan placed the keepers on the poles of the magnet.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
horse keeper n (person: tends horses)ιπποκόμος ουσ αρσ
lighthouse keeper n (person who tends a lighthouse)φύλακας του φάρου φρ ως ουσ αρσ/θηλ
  φαροφύλακας ουσ αρσ/θηλ
Swan Keeper,
Keeper of the King's Swans,
Keeper of the Queen's Swans
n
UK (cares for monarch's swans)φύλακας των κύκνων περίφρ
time keeper n (sport: [sb] who keeps track of time)αυτός που κρατάει τον χρόνο ουσ αρσ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
zookeeper,
zoo keeper
n
(attendant at an animal park)φύλακας ζωολογικού κήπου περίφρ
  επιστάτης ζωολογικού κήπου περίφρ
 When I was little, I wanted to be a zookeeper.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'keeper' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a [snake, pet, tiger] keeper, the [zoo, inn] keeper, works as a (professional) bee keeper, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση keeper στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «keeper».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!