• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
keep to [sth] vi + prep (schedule, rules: adhere)τηρώ ρ μ
 However hard we try, it is difficult to keep to a diet and lose weight.
 This plan will work if we keep to it.
 Όσο σκληρά κι αν προσπαθήσουμε, είναι δύσκολο να τηρήσουμε τη δίαιτα και να χάσουμε κιλά. // Αυτό το σχέδιο θα λειτουργήσει αν το τηρήσουμε.
keep to [sth] vi + prep (not stray from: a path, etc.)παραμένω ρ μ
 When walking in the countryside, keep to the path.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
keep to yourself v expr (be solitary, not be sociable)είμαι μοναχικός ρ αμ + επίθ
  είμαι κλειστός χαρακτήρας έκφρ
 We rarely catch sight of our next-door neighbour; he keeps to himself.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'keep to' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση keep to στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «keep to».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!