involved

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ɪnˈvɒlvd/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ɪnˈvɑlvd/ ,USA pronunciation: respelling(in volvd)

From the verb involve: (⇒ conjugate)
involved is: Click the infinitive to see all available inflections
v past
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: involved, involve

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
involved adj (closely interested)ενδιαφέρομαι ρ αμ
  (αφιερώνω χρόνο)ασχολούμαι ρ αμ
 She is very much involved in the running of the school.
 Ασχολείται πολύ με τη διοίκηση του σχολείου.
involved adj (in a relationship)έχω σχέση έκφρ
  είμαι σε σχέση έκφρ
  δεσμευμένος μτχ πρκ
 I would go out with you, but I'm involved with someone.
 Θα έβγαινα μαζί σου, αλλά έχω σχέση με κάποιον.
involved adj (convoluted)περίπλοκος, πολύπλοκος επίθ
  (καθομιλουμένη)μπερδεμένος μτχ πρκ
 It was an involved process, so he hired a professional to do it.
 Ήταν περίπλοκη (or: πολύπλοκη) διαδικασία, κι έτσι προσέλαβε έναν επαγγελματία για να το κάνει.
 Ήταν μπερδεμένη διαδικασία, κι έτσι προσέλαβε έναν επαγγελματία για να το κάνει.
involved adj (concerned)ενδιαφερόμενος μτχ ενεστ
  εμπλεκόμενος μτχ ενεστ
  (συνήθως σε κάτι κακό)αναμεμειγμένος μτχ πρκ
 All the parties involved were at the table.
 Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη βρίσκονταν στο τραπέζι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
involve [sth] vtr (entail, feature)σχετίζομαι ρ μ
  περιλαμβάνω ρ μ
  ενέχω, εμπεριέχω ρ μ
 Most divorce cases involve adultery.
 Action films often involve a lot of violence.
 Οι περισσότερες υποθέσεις διαζυγίου σχετίζονται με μοιχεία.
involve doing [sth] v expr (entail, mean)σημαίνω ρ μ
  συνεπάγομαι ρ μ
  προϋποθέτω ρ μ
 Buying a car usually involves getting a loan from a bank.
 Το να αγοράσεις αυτοκίνητο συνήθως σημαίνει ότι θα πάρεις δάνειο από την τράπεζα.
 Το να αγοράσεις ένα αυτοκίνητο συνήθως συνεπάγεται τη λήψη δανείου από την τράπεζα.
 Το να αγοράσεις αυτοκίνητο συνήθως προϋποθέτει ότι θα πάρεις δάνειο από την τράπεζα.
involve [sb] in [sth] vtr + prep (include in [sth](κάποιον σε κάτι)περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω ρ μ
  (συχνά κακό ή δυσάρεστο)εμπλέκω ρ μ
  (καθομιλουμένη)μπλέκω ρ μ
 She involved him in the decision-making process because of his experience.
 Τον συμπεριέλαβε στη διαδικασία λήψης της απόφασης λόγω της εμπειρίας του.
involve [sb] in doing [sth] v expr (include in doing) (κάποιον σε κάτι)περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω ρ μ
  (συχνά κακό ή δυσάρεστο)εμπλέκω ρ μ
  (καθομιλουμένη)μπλέκω ρ μ
 We like to involve the children in deciding where to go for the summer holidays.
 Μας αρέσει να συμπεριλαμβάνουμε και τα παιδιά όταν αποφασίζουμε που θα πάμε για τις καλοκαιρινές μας διακοπές.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
involved | involve
ΑγγλικάΕλληνικά
deeply involved adj (implicated)που έχει εμπλακεί σε κτ περίφρ
  που έχει ασχοληθεί εντατικά με κτ περίφρ
  που έχει συμμετοχή σε κτ περίφρ
 She got so deeply involved in the case that it began to affect her personal relationships.
deeply involved adj (in love)τρελά ερωτευμένος επίρ + επίθ
 He found himself deeply involved with a married woman.
get involved vi + adj informal (play a part)ανακατεύομαι ρ αμ
 Jess emailed the charity to find out how she could get involved.
get involved in [sth] v expr (play a part)συμμετέχω σε κτ ρ αμ + πρόθ
  ασχολούμαι με κτ ρ αμ + πρόθ
 You ought to get involved in more clubs on campus.
 Θα έπρεπε να συμμετέχεις σε περισσότερες λέσχες στο πανεπιστήμιο.
get involved vi + adj (start romance)κάνω σχέση ρ μ + ουσ θηλ
  δεσμεύομαι ρ αμ
 Pauline only divorced a few weeks ago; she is not yet ready to get involved.
get involved with [sb] v expr (start romance)τα φτιάχνω με κπ έκφρ
 When she got involved with Kevin, Hattie stopped seeing her friends.
get involved with [sb] v expr (have dealings) (καθομιλουμένη)έχω πάρε-δώσε με κπ έκφρ
  έχω συναλλαγές με κπ έκφρ
 The businessman made the mistake of getting involved with known criminals.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'involved' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: the [project, design] is very involved, the [story, description, explanation] was too involved, is a very involved [parent, student], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση involved στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «involved».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!