WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
involved adj | (closely interested) | ενδιαφέρομαι ρ αμ |
| (αφιερώνω χρόνο) | ασχολούμαι ρ αμ |
| She is very much involved in the running of the school. |
| Ασχολείται πολύ με τη διοίκηση του σχολείου. |
involved adj | (in a relationship) | έχω σχέση έκφρ |
| | είμαι σε σχέση έκφρ |
| | δεσμευμένος μτχ πρκ |
| I would go out with you, but I'm involved with someone. |
| Θα έβγαινα μαζί σου, αλλά έχω σχέση με κάποιον. |
involved adj | (convoluted) | περίπλοκος, πολύπλοκος επίθ |
| (καθομιλουμένη) | μπερδεμένος μτχ πρκ |
| It was an involved process, so he hired a professional to do it. |
| Ήταν περίπλοκη (or: πολύπλοκη) διαδικασία, κι έτσι προσέλαβε έναν επαγγελματία για να το κάνει. |
| Ήταν μπερδεμένη διαδικασία, κι έτσι προσέλαβε έναν επαγγελματία για να το κάνει. |
involved adj | (concerned) | ενδιαφερόμενος μτχ ενεστ |
| | εμπλεκόμενος μτχ ενεστ |
| (συνήθως σε κάτι κακό) | αναμεμειγμένος μτχ πρκ |
| All the parties involved were at the table. |
| Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη βρίσκονταν στο τραπέζι. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
involve [sth]⇒ vtr | (entail, feature) | σχετίζομαι ρ μ |
| | περιλαμβάνω ρ μ |
| | ενέχω, εμπεριέχω ρ μ |
| Most divorce cases involve adultery. |
| Action films often involve a lot of violence. |
| Οι περισσότερες υποθέσεις διαζυγίου σχετίζονται με μοιχεία. |
involve doing [sth] v expr | (entail, mean) | σημαίνω ρ μ |
| | συνεπάγομαι ρ μ |
| | προϋποθέτω ρ μ |
| Buying a car usually involves getting a loan from a bank. |
| Το να αγοράσεις αυτοκίνητο συνήθως σημαίνει ότι θα πάρεις δάνειο από την τράπεζα. |
| Το να αγοράσεις ένα αυτοκίνητο συνήθως συνεπάγεται τη λήψη δανείου από την τράπεζα. |
| Το να αγοράσεις αυτοκίνητο συνήθως προϋποθέτει ότι θα πάρεις δάνειο από την τράπεζα. |
involve [sb] in [sth] vtr + prep | (include in [sth]) (κάποιον σε κάτι) | περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω ρ μ |
| (συχνά κακό ή δυσάρεστο) | εμπλέκω ρ μ |
| (καθομιλουμένη) | μπλέκω ρ μ |
| She involved him in the decision-making process because of his experience. |
| Τον συμπεριέλαβε στη διαδικασία λήψης της απόφασης λόγω της εμπειρίας του. |
involve [sb] in doing [sth] v expr | (include in doing) (κάποιον σε κάτι) | περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω ρ μ |
| (συχνά κακό ή δυσάρεστο) | εμπλέκω ρ μ |
| (καθομιλουμένη) | μπλέκω ρ μ |
| We like to involve the children in deciding where to go for the summer holidays. |
| Μας αρέσει να συμπεριλαμβάνουμε και τα παιδιά όταν αποφασίζουμε που θα πάμε για τις καλοκαιρινές μας διακοπές. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: