• WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
extrinsic adj (external)εξωτερικός επίθ
  εξωγενής επίθ
  (μεταφορικά)ξένος επίθ
 The project failed due to extrinsic factors that were not anticipated.
extrinsic adj (muscles, etc.: outside anatomical limits)ετερόχθονας επίθ
 The human back contains both extrinsic and intrinsic muscles.
extrinsic adj (not involved or essential) (δεν είναι απαραίτητος)περιττός περίφρ
  (δεν έχει σχέση)άσχετος επίθ
 That is an extrinsic fact that has no bearing on this case at all.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση extrinsic στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «extrinsic».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!