• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: enmeshed, enmesh

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
enmeshed adj (tangled up)μπλεγμένος, μπερδεμένος μτχ πρκ
  (καθομιλουμένη)μπουρδουκλωμένος μτχ πρκ
 The spider raced across its web to reach an enmeshed fly.
enmeshed in [sth] adj (tangled up)μπλεγμένος σε κτ, μπερδεμένος σε κτ μτχ πρκ + πρόθ
  (καθομιλουμένη)μπουρδουκλωμένος σε κτ μτχ πρκ + πρόθ
 The dolphin became enmeshed in a fishing net.
enmeshed adj figurative (involved)εμπλεκόμενος μτχ ενεστ
 In the enmeshed family, the members are excessively involved with each other.
enmeshed in [sth] adj + prep figurative (involved) (μεταφορικά)μπλεγμένος σε κτ μτχ πρκ + πρόθ
  (μεταφορικά, καθομ)ανακατεμένος σε κτ μτχ πρκ + πρόθ
  (επίσημο)εμπλεκόμενος σε κτ μτχ ενεστ + πρόθ
 The senator became quickly enmeshed in the scandal.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
enmesh [sth/sb] vtr (tangle up, involve)παγιδεύω ρ μ
  κάνω κπ/κτ να μπλεχτεί έκφρ
  (εγώ ο ίδιος)μπλέκομαι σε κτ ρ αμ + πρόθ
 The fishing net enmeshed several dolphins, but the sailors were able to free them.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση enmeshed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «enmeshed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!