jump in



WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
jump in vi phrasal informal (dive, leap)βουτάω, βουτώ ρ αμ
 Mike walked up to the edge of the swimming pool, hesitated a moment, and then jumped in.
 Ο Μάικ περπάτησε έως την άκρη της πισίνας, δίστασε προς στιγμή και έπειτα βούτηξε.
jump in [sth] vi + prep informal (dive, leap)πηδάω σε κτ, πηδώ σε κτ ρ αμ + πρόθ
  πηδάω μέσα σε κτ, πηδώ μέσα σε κτ περίφρ
  βουτάω σε κτ, βουτώ σε κτ ρ αμ + πρόθ
 He jumped in the pool and shrieked because the water was so cold.
jump in [sth] vi + prep figurative, informal (become involved) (σε συζήτηση)μπαίνω ρ αμ
  παρεμβαίνω, επεμβαίνω ρ μ
  παίρνω μέρος περίφρ
 Feel free to jump in the discussion if you have something to say.
jump in vi phrasal figurative, informal (become involved)παρεμβαίνω ρ αμ
  (μεταφορικά)πετάγομαι ρ αμ
  (προφορικό)πετιέμαι ρ αμ
 Fiona was listening to the argument, and couldn't resist jumping in.
 Η Φιόνα παρακολουθούσε τη διαμάχη και δεν μπορούσε να μην παρέμβει.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
cut in line (US),
jump the queue (UK)
v expr
informal (go in front of others waiting)χώνομαι μπροστά από περίφρ
  (μεταφορικά)πηδάω την ουρά έκφρ
  παίρνω τη θέση κάποιου στην ουρά περίφρ
 I get annoyed when people cut in line in front of me.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση jump in στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «jump in».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!