involvement

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ɪnˈvɒlvmənt/US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/ɪnˈvɑlvmənt/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
involvement n (taking part in) (ουδέτερη σημασία)συμμετοχή ουσ θηλ
  (ελαφρώς αρνητική σημασία)ανάμειξη ουσ θηλ
  (αρνητική σημασία)εμπλοκή ουσ θηλ
 Human involvement in this environment is unacceptable.
 Η ανθρώπινη εμπλοκή σε αυτό το περιβάλλον δεν είναι αποδεκτή.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'involvement' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [emotional, financial, personal] involvement (in), I had no involvement in the decision (to), had no involvement [at all, whatsoever] in, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση involvement στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «involvement».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!