WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| have a hand in [sth] v expr | informal (be involved) | συμμετέχω σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| | (μεταφορικά, καθομ) | βάζω το χέρι μου σε κτ, βάζω το χεράκι μου σε κτ έκφρ |
| | Wilson scored one goal and had a hand in two others. |
| have a hand in doing [sth] v expr | informal (be involved) | συμμετέχω στο να γίνει κτ ρ αμ + πρόθ |
| | (μεταφορικά, καθομ) | βάζω το χέρι μου για να γίνει κτ, βάζω το χεράκι μου για να γίνει κτ έκφρ |
| | Gwyneth had a hand in persuading Celia to change her mind. |