• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
have a hand in [sth] v expr informal (be involved)συμμετέχω σε κτ ρ αμ + πρόθ
  (μεταφορικά, καθομ)βάζω το χέρι μου σε κτ, βάζω το χεράκι μου σε κτ έκφρ
 Wilson scored one goal and had a hand in two others.
have a hand in doing [sth] v expr informal (be involved)συμμετέχω στο να γίνει κτ ρ αμ + πρόθ
  (μεταφορικά, καθομ)βάζω το χέρι μου για να γίνει κτ, βάζω το χεράκι μου για να γίνει κτ έκφρ
 Gwyneth had a hand in persuading Celia to change her mind.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση have a hand in στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «have a hand in».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!