Κύριες μεταφράσεις |
hijack, also US: highjack n | (armed seizure of [sth]) | πειρατεία ουσ θηλ |
| (για αεροπλάνο) | αεροπειρατεία ουσ θηλ |
| The hijack took place last night. |
| Η πειρατεία συνέβη χτες το βράδυ. |
hijack, hijacking n | figurative (appropriation of [sth]) | σφετερισμός ουσ αρσ |
| | οικειοποίηση ουσ θηλ |
| (επίσημο) | υφαρπαγή ουσ θηλ |
| (συζήτηση, κουβέντα) | το ότι μονοπωλώ περίφρ |
| The forum moderator told Nigel off for his hijack of the discussion. |
hijack [sth], also US: highjack [sth]⇒ vtr | (seize control of: a vehicle) | καταλαμβάνω με τη βία περίφρ |
| (σε αεροπλάνο) | κάνω αεροπειρατεία περίφρ |
| The terrorist hijacked the airplane. |
| Ο τρομοκράτης κατέλαβε με τη βία το αεροσκάφος. |
| Ο τρομοκράτης έκανε αεροπειρατεία. |
hijack [sth], also US: highjack [sth] vtr | (steal: cargo from a vehicle) (από όχημα) | κλέβω ρ μ |
| Gerald hijacked a shipment of gold from the train that was carrying it. |
| Ο Τζέραλντ έκλεψε ένα φορτίο χρυσού από το τρένο που το μετέφερε. |
hijack [sth], also US: highjack [sth] vtr | figurative (appropriate [sth]) | σφετερίζομαι ρ μ |
| (λόγιος) | υφαρπάζω ρ μ |
| Sorry to hijack your conversation, but you're both wrong about that movie. |
hijack [sth], also US: highjack [sth] vtr | figurative (take over: a conversation) (μεταφορικά: συζήτηση) | μονοπωλώ ρ μ |
| Kate wasn't invited because she always hijacks the conversation and makes it about her. |
| Η Κέιτ δεν προσεκλήθη γιατί πάντα μονοπωλεί τη συζήτηση και μιλά για τον εαυτό της. |