WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| ghost n | (spirit of dead person) | φάντασμα ουσ ουδ |
| | (καθομιλουμένη, παλαιό) | στοιχειό ουσ ουδ |
| | Tom thought he saw a ghost in his bedroom. |
| | Ο Τομ νόμιζε πως είδε ένα φάντασμα στο υπνοδωμάτιό του. |
| the ghost of [sth] n | figurative ([sth] from the past) (μεταφορικά: με γενική) | φάντασμα ουσ ουδ |
| | (μεταφορικά: με γενική) | σκιά ουσ θηλ |
| | The president was haunted by the ghost of the past administration. |
| | Τον πρόεδρο τον είχε στοιχειώσει το φάντασμα της προηγούμενης κυβέρνησης. |
| the ghost of [sth] n | figurative (trace) (με γενική) | μια υποψία άρθ αόρ + ουσ θηλ |
| | (με γενική) | ένα ίχνος άρθ αόρ + ουσ ουδ |
| | Frank saw the ghost of a frown on his friend's face. |
| | Ο Φρανκ είδε μια υποψία συνοφρύωσης στο πρόσωπο του φίλου του. |
| ghost [sth]⇒ vtr | informal, abbreviation (ghostwrite: write on behalf of [sb] else) | γράφω κτ εκ μέρους κάποιου περίφρ |
| | | έχω προσληφθεί για να γράψω κτ εκ μέρους κάποιου περίφρ |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία με έναν όρο. |
| | Whoever ghosted her autobiography, they did a very poor job. |
| | Όποιος έγραψε εκ μέρους της την αυτοβιογραφία της, δεν έκανε καθόλου καλή δουλειά. |
| ghost for [sb] vi + prep | informal, abbreviation (ghostwrite: write on behalf of [sb] else) | γράφω για κπ άλλον περίφρ |
| | | γράφω κτ εκ μέρους κάποιου περίφρ |
| | The singer has just published her autobiography; an experienced author ghosted for her. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| ghost⇒ vi | (move stealthily) | γλιστράω, γλιστρώ ρ αμ |
| | | κινούμαι αθόρυβα, κινούμαι χωρίς να γίνομαι αντιληπτός περίφρ |
| | The hunter ghosted through the forest looking for prey. |
| ghost [sb]⇒ vtr | informal (refuse to communicate with) | κόβω την επικοινωνία με κπ έκφρ |
| | (αργκό) | κάνω ghosting σε κπ έκφρ |
| | Pippa wonders what she did wrong for Mick to ghost her after their second date. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: