WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
ghastly adj | (dreadful) (απαίσιος) | αποτρόπαιος, φρικτός, τρομερός, αποκρουστικός επίθ |
| There was a ghastly accident on the freeway last night. |
| Έγινε ένα φρικτό ατύχημα στον αυτοκινητόδρομο χτες βράδυ. |
ghastly adj | (very bad) | απαίσιος επίθ |
| (ρούχα) | κακόγουστος επίθ |
| A few people clapped politely after the ghastly performance. |
| Λίγοι χειροκρότησαν από ευγένεια μετά την απαίσια παράσταση. |
ghastly adj | (pale) | χλωμός επίθ |
| (καθομιλουμένη, μεταφορικά) | κίτρινος επίθ |
| Edward emerged from the room looking ghastly, and quickly fainted. |
| Ο Έντουαρντ βγήκε από το δωμάτιο χλωμός και αμέσως λιποθύμησε. |