spook

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈspuːk/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/spuk/ ,USA pronunciation: respelling(spo̅o̅k)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
spook [sb] vtr (scare)τρομάζω ρ μ
  (καθομιλουμένη)κοψοχολιάζω ρ μ
 Falling house prices in the area have spooked residents.
 Οι καθοδικές τιμές των ακινήτων στην περιοχή έχουν τρομάξει τους κατοίκους.
spook n slang (spy)κατάσκοπος ουσ αρσ/θηλ
 Her father was a spook during the Cold War.
 Ο πατέρας μου ήταν κατάσκοπος στο Ψυχρό Πόλεμο.
spook n informal (ghost) (καθομιλουμένη)στοιχειό ουσ ουδ
 We all believed the place was full of spooks when we were kids.
 Όταν ήμασταν παιδιά, όλοι μας πιστεύαμε ότι το μέρος ήταν γεμάτο στοιχειά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
spook n dated, pejorative, offensive!!!, US (black person)μαύρος, μαύρη ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (προσβλητικό)αράπης, αράπισσα ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (χυδαίο)σκυλάραπας ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Συμφράσεις: informal: a [movie, cemetery, famous, local] spook, spooked his [sister, cousin, friend], informal: a [government, private, CIA] spook, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση spook στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «spook».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!