WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| encouraging adj | (information: giving hope) | ενθαρρυντικός, εμψυχωτικός επίθ |
| | The initial reports on the feasibility of the project were encouraging, so the director decided to go ahead. |
| | Οι αρχικές αναφορές για την σκοπιμότητα του έργου ήταν ενθαρρυντικές, έτσι ο διευθυντής αποφάσισε να προχωρήσει. |
| encouraging adj | (person: supportive) | που σε ενθραρρύνει, που σε εμψυχώνει, που σε στηρίζει περίφρ |
| | Paul isn't very academic, but luckily he has encouraging teachers. |
| | Ο Πωλ δεν είναι και πολύ του διαβάσματος, ευτυχώς όμως έχει δασκάλους που τον ενθαρρύνουν. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| encourage⇒ vtr | (urge, support) | ενθαρρύνω, παροτρύνω ρ μ |
| | | προτρέπω, παρακινώ ρ μ |
| | I would always encourage anyone considering learning a new language; it's very rewarding. |
| | Θα παρότρυνα πάντα τον οποιονδήποτε σκέφτεται να μάθει μια ξένη γλώσσα καθώς είναι πολύ ικανοποιητικό. |
| encourage [sb] to do [sth] v expr | (urge, support to do) | ενθαρρύνω κπ να κάνει κτ περίφρ |
| | The teacher encouraged them to discuss the book in class. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| encourage vtr | (hearten) | δίνω κουράγιο σε κπ έκφρ |
| | Her neighbour's kind words encouraged Sheila after her husband's death. |
| | Τα ευγενικά λόγια του γείτονά της έδωσαν κουράγιο στη Σέιλα μετά τον θάνατο του άντρα της. |
| encourage vtr | (embolden) | εμψυχώνω ρ μ |
| | | δίνω κουράγιο έκφρ |
| | (καθομιλουμένη) | κάνω κπ να πάρει τα πάνω του έκφρ |
| | The coach's speech encouraged the team. |
| | Ο λόγος του προπονητή εμψύχωσε τους παίκτες. |
| | Ο λόγος του προπονητή έδωσε κουράγιο στην ομάδα. |
| | Ο λόγος του προπονητή έκανε την ομάδα να πάρει τα πάνω της. |