encouraging

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ɪnˈkʌrɪdʒiŋ/

From the verb encourage: (⇒ conjugate)
encouraging is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: encouraging, encourage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
encouraging adj (information: giving hope)ενθαρρυντικός, εμψυχωτικός επίθ
 The initial reports on the feasibility of the project were encouraging, so the director decided to go ahead.
 Οι αρχικές αναφορές για την σκοπιμότητα του έργου ήταν ενθαρρυντικές, έτσι ο διευθυντής αποφάσισε να προχωρήσει.
encouraging adj (person: supportive)που σε ενθραρρύνει, που σε εμψυχώνει, που σε στηρίζει περίφρ
 Paul isn't very academic, but luckily he has encouraging teachers.
 Ο Πωλ δεν είναι και πολύ του διαβάσματος, ευτυχώς όμως έχει δασκάλους που τον ενθαρρύνουν.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
encourage vtr (urge, support)ενθαρρύνω, παροτρύνω ρ μ
  προτρέπω, παρακινώ ρ μ
 I would always encourage anyone considering learning a new language; it's very rewarding.
 Θα παρότρυνα πάντα τον οποιονδήποτε σκέφτεται να μάθει μια ξένη γλώσσα καθώς είναι πολύ ικανοποιητικό.
encourage [sb] to do [sth] v expr (urge, support to do)ενθαρρύνω κπ να κάνει κτ περίφρ
 The teacher encouraged them to discuss the book in class.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
encourage vtr (hearten)δίνω κουράγιο σε κπ έκφρ
 Her neighbour's kind words encouraged Sheila after her husband's death.
 Τα ευγενικά λόγια του γείτονά της έδωσαν κουράγιο στη Σέιλα μετά τον θάνατο του άντρα της.
encourage vtr (embolden)εμψυχώνω ρ μ
  δίνω κουράγιο έκφρ
  (καθομιλουμένη)κάνω κπ να πάρει τα πάνω του έκφρ
 The coach's speech encouraged the team.
 Ο λόγος του προπονητή εμψύχωσε τους παίκτες.
 Ο λόγος του προπονητή έδωσε κουράγιο στην ομάδα.
 Ο λόγος του προπονητή έκανε την ομάδα να πάρει τα πάνω της.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'encouraging' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: it is (not) encouraging to [see, hear, know, learn] (that), that is encouraging news!, that is an encouraging [sign, though]!, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση encouraging στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «encouraging».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!