encroach

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ɪnˈkrəʊtʃ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ɛnˈkroʊtʃ/ ,USA pronunciation: respelling(en krōch)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
encroach vi (infringe on land)εισέρχομαι σε ξένη γη περίφρ
  εισέρχομαι σε ξένη ιδιοκτησία περίφρ
  μπαίνω σε ξένη γη περίφρ
  μπαίνω σε ξένη ιδιοκτησία περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Προτείνονται ορισμένες εναλλακτικές, αλλά η επιλογή απόδοσης εξαρτάται από το συγκείμενο.
 Our next door neighbour's ivy is encroaching but he refuses to cut it back.
 Η κληματαριά του γείτονά μας μπαίνει στο δικό μας οικόπεδο αλλά εκείνος αρνείται να την κλαδέψει.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
encroach upon [sth],
encroach on [sth]
vtr phrasal insep
(property: trespass) (γη)καταπατώ ρ μ
encroach upon [sth],
encroach on [sth]
vtr phrasal insep
(rights: infringe) (δικαιώματα)καταστρατηγώ ρ μ
encroach upon [sth],
encroach on [sth]
vtr phrasal insep
(infringe on land)εξαπλώνομαι σε κτ ρ αμ + πρόθ
  μπαίνω σε κτ ρ αμ + πρόθ
 Their oak tree has begun to encroach on my property.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'encroach' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση encroach στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «encroach».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!