• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
encrustation,
incrustation
n
(coating of [sth] crusty)περισκλήρυνση ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)δημιουργία κρούστας περίφρ
  (ιατρική: σε πληγή)εσχαροποίηση ουσ θηλ
encrustation,
incrustation
n
(act of coating [sth])επίστρωση ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)κάλυψη ουσ θηλ
encrustation,
incrustation
n
(decorative inlay)διακοσμητικό ψηφιδωτό επίθ + ουσ ουδ
  ψηφιδωτό ουσ ουδ
encrustation,
incrustation
n
(act of adding decorative inlay)διακόσμηση με ψηφιδωτό περίφρ
  κάλυψη με ψηφιδωτό περίφρ
encrustation n (biology: scab) (επίσημο)εσχάρα ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)κακάδι ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)κάκαδο ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'encrustation' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση encrustation στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «encrustation».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!