dividing

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/dɪˈvaɪdɪŋ/

From the verb divide: (⇒ conjugate)
dividing is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: dividing, divide

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
dividing n (act of dividing)κατανομή ουσ θηλ
  μοίρασμα ουσ ουδ
 The attorney assisted the old man in the dividing of his properties among his children.
dividing adj (line, wall: that divides)διαχωριστικός επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
divide [sth] vtr (separate, classify)χωρίζω, διαχωρίζω ρ μ
 The teacher asked the children to divide the animals according to what they ate.
 Ο δάσκαλος ζήτησε απ' τα παιδιά να χωρίσουν τα ζώα σύμφωνα με το τι τρώνε.
divide [sth] into [sth] vtr + prep (separate, classify)χωρίζω κτ σε κτ ρ μ + πρόθ
 Biologists divide insects into different orders.
 Οι βιολόγοι χωρίζουν τα έντομα σε διαφορετικές τάξεις.
divide [sth] vtr (share out)χωρίζω ρ μ
 Sift the flour then divide into three equal portions.
 Κοσκινίστε το αλεύρι και μετά χωρίστε το σε τρία ίσα μέρη.
divide [sth] vtr often passive (number: find quotient)διαιρώ ρ μ
 We normally use long division to divide a decimal by a whole number.
 Συνήθως χρησιμοποιούμε τον αλγόριθμο μακράς διαίρεσης για να διαιρέσουμε ένα δεκαδικό με έναν ακέραιο αριθμό.
divide [sth] by [sth] vtr + prep often passive (number: find quotient)διαιρώ κτ με κτ, διαιρώ κτ διά κτ ρ μ + πρόθ
  (καθομιλουμένη)διά πρόθ
 Twelve divided by six is two.
 Αν διαιρέσουμε το δώδεκα με το έξι μας κάνει δύο.
 Δώδεκα διά έξι ίσον δύο.
divide [sth] vtr figurative (split)διχάζω ρ μ
 Plans to build a supermarket on the outskirts of the town have divided opinion.
 Τα σχέδια για το χτίσιμο ενός σούπερμαρκετ στα προάστια τις πόλης, έχουν διχάσει την κοινή γνώμη.
divide [sb] vtr figurative (disunite) (μεταφορικά)διαιρώ ρ μ
  διχάζω ρ μ
 The safety of GM crops is a controversial subject that divides people.
 Η ασφάλεια των γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών είναι ένα αμφιλεγόμενο θέμα που διχάζει τον κόσμο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
divide n (difference)χάσμα ουσ ουδ
 The divide between the rich and the poor is becoming wider.
divide vi (mathematics: do division) (μαθηματικά)διαιρώ ρ μ
  κάνω διαίρεση περίφρ
 This number game will help children learn to divide.
divide vi (road, etc.: diverge) (δρόμος)χωρίζομαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη)κάνω διχάλα περίφρ
 Take the right fork when the road divides.
divide by [sth] vi + prep (number: be divisible)διαρούμαι με κτ ρ αμ + προθ
 30 does not divide by 8.
 Το 30 δεν διαιρείται με το 8.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
divide | dividing
ΑγγλικάΕλληνικά
divide [sth] out vtr phrasal sep (distribute fairly, share out)διανέμω, μοιράζω σε ίσα μέρη έκφρ
 They were lost and the first priority was survival, so they divided out their food and water among themselves equally.
 Είχαν χαθεί και καθώς η πρώτη τους προτεραιότητα ήταν η επιβίωσή τους μοίρασαν σε ίσα μέρη το φαγητό και το νερό που είχαν.
divide [sth] up vtr phrasal sep (apportion)καταμερίζω ρ μ
 The thieves divided up the proceeds of the robbery before fleeing the country.
 Οι ληστές καταμέρισαν τα κέρδη από τη ληστεία πριν διαφύγουν από τη χώρα.
divide up vi phrasal (split into parts)χωρίζω σε μέρη έκφρ
 In order to better learn this material, we are going to divide up into groups of three and practice.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
dividing | divide
ΑγγλικάΕλληνικά
dividing line n figurative (distinction)διαχωριστική γραμμή φρ ως ουσ θηλ
 The dividing line between genius and madness is thin indeed.
dividing wall n (partition)διαχωριστικό τοιχίο, διαχωριστικό τοιχάκι επίθ + ουσ ουδ
  χώρισμα, διαχωριστικό ουσ ουδ
 The neighbours are in dispute over the dividing wall between their properties.
 The huge bookcase served as a dividing wall between the living room and the dining room.
 Οι γείτονες είναι στα μαχαίρια για το διαχωριστικό τοιχίο ανάμεσα στις ιδιοκτησίες τους.
 Η τεράστια βιβλιοθήκη εκτελεί χρέη διαχωριστικού ανάμεσα στο καθιστικό και στην τραπεζαρία.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'dividing' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση dividing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «dividing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!