• WordReference
  • Definition
Σε αυτή τη σελίδα: divestment, divestiture
Ο όρος 'divestment' παραπέμπει στον όρο 'divestiture'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'divestment' is cross-referenced with 'divestiture'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
divestment n (selling [sth] off)εκποίηση, πώληση ουσ θηλ
  (οικονομία)αποεπένδυση ουσ θηλ
 Part of the company's plan to reduce its debt is the divestment of its least performing brand.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
divestiture (US),
divestment (UK)
n
(sale of subsidiary) (θυγατρικής εταιρίας)πώληση ουσ θηλ
  εκποίηση ουσ θηλ
  (σε κάποιον άλλο)μεταβίβαση ουσ θηλ
 The company's divestitures brought the necessary funds for a new and more profitable acquisition.
divestiture (US),
divestment (UK)
n
(sale of property by court order)εκποίηση ουσ θηλ
 After the company was deemed to have obtained a monopoly, divestiture was required due to court order.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση divestment στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «divestment».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!