diverting

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/daɪˈvɜːrtɪŋ/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(di vûrting, dī-)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: diverting, divert

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
diverting adj (entertaining)διασκεδαστικός επίθ
  ψυχαγωγικός επίθ
  που σου αποσπά την προσοχή περίφρ
 The play is diverting, though it has little of importance to say.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
divert [sth/sb] vtr (reroute)εκτρέπω ρ μ
 Police diverted traffic while they cleared the road after the accident.
 Η αστυνομία εξέτρεψε την κυκλοφορία όσο καθάριζε τον δρόμο μετά το ατύχημα.
divert [sb] vtr (amuse)διασκεδάζω ρ μ
  (με κάτι ευχάριστο)απασχολώ ρ μ
  (με κάτι ευχάριστο)κρατώ κπ απασχολημένο περίφρ
 The clown diverted the children during the party.
 Ο κλόουν απασχόλησε τα παιδιά κατά τη διάρκεια του πάρτι.
 Ο κλόουν κράτησε απασχολημένα τα παιδιά κατά τη διάρκεια του πάρτι.
divert [sth] vtr (turn to different use)μη διαθέσιμη μετάφραση
 We diverted our funds to pay for a new roof.
divert [sth] vtr (distract) (την προσοχή)αποσπώ ρ μ
  (τις σκέψεις)οδηγώ αλλού ρ μ + επίρ
 Gerald was trying to concentrate on his work, but financial worries kept diverting his thoughts.
 Ο Τζέραλντ προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στη δουλειά του, αλλά σκοτούρες οικονομικής φύσεως συνέχιζαν να αποσπούν την προσοχή του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
divert vi (veer off)κάνω παράκαμψη περίφρ
  (από την πορεία μου)αποκλίνω ρ αμ
 The family diverted out of their way to visit the famous tourist attraction.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
divert | diverting
ΑγγλικάΕλληνικά
divert attention vtr + n (create a distraction)δημιουργώ αντιπερισπασμό περίφρ
divert attention from [sth/sb] v expr (distract from)αποσπώ την προσοχή περίφρ
  στρέφω την προσοχή μακρυά από κπ/κτ περίφρ
 The Prime Minister's speech on immigration was an attempt to divert attention from more serious issues.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'diverting' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση diverting στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «diverting».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!