WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| district n | (part of town) | συνοικία, περιοχή ουσ θηλ |
| | (διοίκηση) | διαμέρισμα ουσ ουδ |
| | The Smiths moved to a different district on the other side of town. |
| | Οι Σμιθς μετακόμισαν σε διαφορετική συνοικία (or: περιοχή) στην άλλη πλευρά της πόλης. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| district n | US (local government area) | περιφέρεια ουσ θηλ |
| | The two candidates were fighting to get elected in the district. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Σύνθετοι τύποι:
|
| administrative district n | (county, municipality, etc.) | διοικητική περιφέρεια ουσ θηλ |
| business district n | (commercial area of a town or city) | περιοχή επαγγελματικών επιχειρήσεων, εμπορική συνοικία ουσ θηλ |
| | You can find the large retail stores in the business district. |
| District of Columbia n | (Washington, D.C.) | Κολούμπια ουσ θηλ κύρ |
| commercial district n | (business area) (για οικονομία, εμπόριο) | εμπορική περιοχή επίθ + ουσ θηλ |
DA, D.A. n | US, initialism (district attorney) | περιφερειακός εισαγγελέας, περιφερειακή εισαγγελέας φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ |
| | The DA is closely following the case. |
| district attorney n | US (DA: chief lawyer of a state or area) | εισαγγελέας ουσ αρσ/θηλ |
| | The District Attorney prosecutes crimes occurring within the boundaries of Humboldt County. |
| district council n | (body of local government) | επαρχιακό συμβούλιο, νομαρχιακό συμβούλιο, περιφερειακό συμβούλιο ουσ ουδ |
| | The district council are responsible for household waste collections. |
| district court n | US (intermediate, state court) | επαρχιακό δικαστήριο επίθ + ουσ ουδ |
| | | πρωτοδικείο ουσ ουδ |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία λόγω διαφορών στο νομικό σύστημα. |
| | The district court deals with the most common violations of law. |
| district manager n | (manager overseeing a district) | περιφερειακός διευθυντής, περιφερειακή διευθύντρια επίθ + ουσ αρσ, επίθ + ουσ θηλ |
| | | διευθυντής περιφέρειας, διευθύντρια περιφέρειας φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ |
| District of Columbia n | (Washington, D.C. capital of the US) | περιφέρεια της Κολούμπια φρ ως ουσ θηλ |
| district police n | US (local law enforcement) | τοπική αστυνομία επίθ + ουσ θηλ |
| the Lake District n | (region of north west England) (περιοχή) | Lake District φρ ως ουσ θηλ |
| red-light district n | (part of town frequented by prostitutes) | περιοχή όπου συχνάζουν ιερόδουλες περίφρ |
| | | συνοικία με οίκους ανοχής περίφρ |
| | | περιοχή με κόκκινα φανάρια περίφρ |
| school district n | (official region of school) | διεύθυνση εκπαίδευσης έκφρ |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |