provincial

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/prəˈvɪnʃəl/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/prəˈvɪnʃəl/ ,USA pronunciation: respelling(prə vinshəl)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
provincial adj figurative (local, of a province)επαρχιακός, τοπικός επίθ
 We live only a few miles from the provincial capital.
provincial adj pejorative (attitude: not worldly) (συμπεριφορά, υποτιμητικό)περιορισμένος, στενόμυαλος επίθ
 I live in the provinces – I'm allowed to be a bit provincial!
 Ζω στην επαρχία. Μου επιτρέπεται να είμαι λίγο στενόμυαλη!
provincial n pejorative (person from the provinces) (κάποιος από την επαρχία)επαρχιώτης ουσ αρσ
  επαρχιώτισσα ουσ θηλ
 It's always easy to spot provincials in the streets.
 Είναι πάντα εύκολο να εντοπίσεις τις επαρχιώτισσες στο δρόμο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
Provincial GDP n (gross domestic product)επαρχιακό ΑΕΠ επίθ + ουσ ουδ ακλ
  ΑΕΠ σε επίπεδο επαρχίας περίφρ
Σχόλιο: ΑΕΠ = ακαθάριστο εγχώριο προϊόν
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'provincial' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση provincial στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «provincial».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!