distributor

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/dɪˈstrɪbjʊr/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/dɪˈstrɪbjətɚ/ ,USA pronunciation: respelling(di stribyə tər)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
distributor n (supplier of goods) (προϊόντων)διανομέας, εμπορικός αντιπρόσωπος ουσ αρσ
 You can buy via retail outlets or direct from the distributor.
distributor n (car: engine device) (σε αυτοκίνητο)σπινθηροδιανομέας ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)ντιστριμπιτέρ ουσ ουδ άκλ
Σχόλιο: ντιστριμπιτέρ: ξενικό, άκλιτο
 The distributor sends electrical impulses to the spark plugs.
distributor n (person: hands [sth] out)διανομέας ουσ αρσ/θηλ
  (καθομιλουμένη)αυτός που μοιράζει περίφρ
 Each table will have a distributor of application forms.
 Σε κάθε τραπέζι θα υπάρχει κάποιος να μοιράζει αιτήσεις.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
distributor cap n (engine shaft cover)καπάκι διανομέα φρ ως ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'distributor' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση distributor στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «distributor».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!