disturbing

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/dɪˈstɜːrbɪŋ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/dɪˈstɝbɪŋ/ ,USA pronunciation: respelling(di stûrbing)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: disturbing, disturb

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
disturbing adj (upsetting)ανησυχητικός επίθ
  δυσάρεστος επίθ
  (αρκετά δυσάρεστος)ανατριχιαστικός επίθ
 Jane Eyre made a disturbing discovery when she ventured into the attic.
 Η Τζέιν Έυρ έκανε μια ανατριχιαστική ανακάλυψη, όταν τόλμησε να πάει στη σοφίτα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
disturb [sb] vtr (interrupt: [sb] busy)ενοχλώ ρ μ
 The professor went home to work, as her students kept disturbing her in her office.
 Η καθηγήτρια πήγε σπίτι για να δουλέψει καθώς στο γραφείο την ενοχλούσαν συνέχεια οι φοιτητές της.
disturb [sth] vtr (activity: interrupt)εμποδίζω, παρεμποδίζω ρ μ
  δυσκολεύω ρ μ
 The noise outside disturbed Robert's work.
 Ο θόρυβος απ' έξω δυσκόλευε τη δουλειά του Ρόμπερτ.
disturb [sth] vtr (interrupt: sleep)χαλάω, χαλώ ρ μ
  αναστατώνω ρ μ
  (παύση, διακοπή)διακόπτω ρ μ
 Worry about the forthcoming exam disturbed Linda's sleep.
 Η ανησυχία για το επικείμενο διαγώνισμα αναστάτωνε τον ύπνο της Λίντα.
disturb [sb] vtr (upset, trouble)ενοχλώ ρ μ
 The boss's strange behaviour was starting to disturb George.
 Η παράξενη συμπεριφορά του αφεντικού είχε αρχίσει να ενοχλεί τον Τζορτζ.
disturb [sth] vtr (move, mess up)πειράζω ρ μ
  ανακατεύω ρ μ
 Please don't disturb the papers on my desk; I know they look untidy, but I know where everything is.
 Παρακαλώ μην πειράζετε τα χαρτιά στο γραφείο μου· ξέρω πως φαίνονται ακατάστατα, αλλά γνωρίζω που είναι το κάθε τι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
disturbing | disturb
ΑγγλικάΕλληνικά
disturbing images npl (filmed scenes of [sth] shocking) (μεταφορικά)σκληρές σκηνές, σκληρές εικόνες επίθ + ουσ θηλ πλ
  δυσάρεστες σκηνές, δυσάρεστες εικόνες επίθ + ουσ θηλ πλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'disturbing' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: it is disturbing to [think, see, hear], it is disturbing [how, what, why], is disturbing in itself, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση disturbing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «disturbing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!