WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| inner city n | (low-income city district) | κέντρο ουσ ουδ |
| Σχόλιο: Αναφέρεται σε υποβαθμισμένο κέντρο πόλης. |
| | Schools in inner cities are often blighted by violence and low academic achievement. |
| | Τα σχολεία του κέντρου συνήθως πλήττονται από βία και χαμηλές ακαδημαϊκές αποδόσεις. |
| inner city n | (central part of town) | κέντρο ουσ ουδ |
| | | κέντρο πόλης φρ ως ουσ ουδ |
| inner city n as adj | (downtown) | του κέντρου περίφρ |
| | | κεντρικός επίθ |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| inner-city adj | (of low-income city district) | από υποβαθμισμένη περιοχή περίφρ |
| | (για περιοχή) | υποβαθμισμένος επίθ |
| | | φτωχο- πρόθημα |