Επιπλέον μεταφράσεις |
Dearest [sb] expr | written (written salutation) | αγαπητέ, αγαπητή επίθ |
| (μεγαλύτερη οικειότητα) | αγαπημένε, αγαπημένη επίθ |
| Dearest Liz, I am writing to tell you that I am well. |
dearest [sb] expr | dated (term of affection) | αγαπημένε, αγαπημένη επίθ |
| (παλαιό ή λιγότερη οικειότητα) | αγαπητέ, αγαπητή επίθ |
| Dearest Kay, you know I love you. |
Κύριες μεταφράσεις |
dear adj | (in letter: salutation) (προσφώνηση, συχνά τυπικό) | αγαπητός επίθ |
| (μεγάλη οικειότητα) | αγαπημένος μτχ πρκ |
| (παλαίο: για φίλους) | φίλτατος επίθ |
| Dear John, thank you for your letter. |
| Αγαπητέ Γιάννη, σε ευχαριστώ για το γράμμα σου. |
| Αγαπημένε μου Γιάννη, σε ευχαριστώ για το γράμμα σου. |
dear adj | (beloved) | αγαπημένος μτχ πρκ |
| | αγαπητός επίθ |
| Yes, my dear brother. |
| Ναι, αγαπημένε (or: αγαπητέ) μου αδερφέ. |
dear adj | (respected, esteemed) | αγαπητός επίθ |
| (που αξίζει σαβασμό) | αξιότιμος επίθ |
| We are indebted to our dear doctor. |
| Είμαστε υποχρεωμένοι στον αγαπητό μας γιατρό. |
dear adj | (precious) | σημαντικός, πολύτιμος επίθ |
| Our family is very dear to us. |
| Η οικογένεια μας είναι πολύ σημαντική για εμάς. |
dear adj | UK, informal (item: expensive) | ακριβός επίθ |
| (σε υπερβολικό βαθμό) | πανάκριβος επίθ |
| I can't afford to buy that coat. It's too dear. |
| Δεν μπορώ να αγοράσω αυτό το παλτό. Είναι πολύ ακριβό. |
| Δεν μπορώ να αγοράσω αυτό το παλτό. Είναι πανάκριβο. |
dear adj | UK, dated, informal (shop: charges high prices) | ακριβός επίθ |
| (σε υπερβολικό βαθμό) | πανάκριβος επίθ |
| (μεταφορικά) | φαρμακείο ουσ ως επίθ |
| Don't shop there, it's very dear. |
| Μην ψωνίζεις εκεί, είναι φαρμακείο. |
dear adv | UK, dated, informal (at a high price) | ακριβά επίρ |
| (πολύ ακριβά) | πανάκριβα επίρ |
| They sell things very dear in that shop. |
| Πουλάνε πολύ ακριβά πράγματα σε αυτό το μαγαζί. |
dear n | (person: lovable) | αξιαγάπητος επίθ |
| There were twenty children in that class, all of them dears. |
| Υπήρχαν είκοσι παιδιά σε αυτή την τάξη, όλα τους αξιαγάπητα. |
dear interj | informal (term of address) (παλαιό: κάπως τυπικό) | αγαπητή μου έκφρ |
| | καλή μου έκφρ |
| (για ζευγάρι) | αγάπη μου έκφρ |
Σχόλιο: Not used with men. Potentially offensive when addressing strangers. |
| Are you warm enough, dear? |
| Είσαι αρκετά ζεστά, αγαπητή μου; |