• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: dearest, dear

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
dearest,
my dearest
interj
(term of affection)αγαπημένε, αγαπημένη επίθ
  (παλαιό ή λιγότερη οικειότητα)αγαπητέ, αγαπητή επίθ
 Charles, dearest, would you bring me my newspaper?
dearest adj (heartfelt) (μεταφορικά: συναίσθημα)ειλικρινής επίθ
 Our dearest prayers go out to the victim's family.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
Dearest [sb] expr written (written salutation)αγαπητέ, αγαπητή επίθ
  (μεγαλύτερη οικειότητα)αγαπημένε, αγαπημένη επίθ
 Dearest Liz, I am writing to tell you that I am well.
dearest [sb] expr dated (term of affection)αγαπημένε, αγαπημένη επίθ
  (παλαιό ή λιγότερη οικειότητα)αγαπητέ, αγαπητή επίθ
 Dearest Kay, you know I love you.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
dear adj (in letter: salutation) (προσφώνηση, συχνά τυπικό)αγαπητός επίθ
  (μεγάλη οικειότητα)αγαπημένος μτχ πρκ
  (παλαίο: για φίλους)φίλτατος επίθ
 Dear John, thank you for your letter.
 Αγαπητέ Γιάννη, σε ευχαριστώ για το γράμμα σου.
 Αγαπημένε μου Γιάννη, σε ευχαριστώ για το γράμμα σου.
dear adj (beloved)αγαπημένος μτχ πρκ
  αγαπητός επίθ
 Yes, my dear brother.
 Ναι, αγαπημένε (or: αγαπητέ) μου αδερφέ.
dear adj (respected, esteemed)αγαπητός επίθ
  (που αξίζει σαβασμό)αξιότιμος επίθ
 We are indebted to our dear doctor.
 Είμαστε υποχρεωμένοι στον αγαπητό μας γιατρό.
dear adj (precious)σημαντικός, πολύτιμος επίθ
 Our family is very dear to us.
 Η οικογένεια μας είναι πολύ σημαντική για εμάς.
dear adj UK, informal (item: expensive)ακριβός επίθ
  (σε υπερβολικό βαθμό)πανάκριβος επίθ
 I can't afford to buy that coat. It's too dear.
 Δεν μπορώ να αγοράσω αυτό το παλτό. Είναι πολύ ακριβό.
 Δεν μπορώ να αγοράσω αυτό το παλτό. Είναι πανάκριβο.
dear adj UK, dated, informal (shop: charges high prices)ακριβός επίθ
  (σε υπερβολικό βαθμό)πανάκριβος επίθ
  (μεταφορικά)φαρμακείο ουσ ως επίθ
 Don't shop there, it's very dear.
 Μην ψωνίζεις εκεί, είναι φαρμακείο.
dear adv UK, dated, informal (at a high price)ακριβά επίρ
  (πολύ ακριβά)πανάκριβα επίρ
 They sell things very dear in that shop.
 Πουλάνε πολύ ακριβά πράγματα σε αυτό το μαγαζί.
dear n (person: lovable)αξιαγάπητος επίθ
 There were twenty children in that class, all of them dears.
 Υπήρχαν είκοσι παιδιά σε αυτή την τάξη, όλα τους αξιαγάπητα.
dear interj informal (term of address) (παλαιό: κάπως τυπικό)αγαπητή μου έκφρ
  καλή μου έκφρ
  (για ζευγάρι)αγάπη μου έκφρ
Σχόλιο: Not used with men. Potentially offensive when addressing strangers.
 Are you warm enough, dear?
 Είσαι αρκετά ζεστά, αγαπητή μου;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
dearest | dear
ΑγγλικάΕλληνικά
nearest and dearest npl (close friends, relatives)κοντινά και αγαπημένα πρόσωπα φρ ως ουσ ουδ
  τα πιο κοντινά μου πρόσωπα φρ ως ουσ ουδ
  οι πιο αγαπημένοι μου φρ ως ουσ αρσ
Σχόλιο: Usually preceded by a possessive
 We always spend this holiday with our nearest and dearest.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση dearest στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «dearest».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!