WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
contrast n | (light vs. dark) | αντίθεση ουσ θηλ |
| There wasn't enough contrast, so the TV image was hard to see. |
| Δεν υπήρχε αρκετή αντίθεση, οπότε ήταν δύσκολο να δει κανείς την εικόνα στην τηλεόραση. |
contrast n | (difference) | αντίθεση ουσ θηλ |
| The contrast between their personalities created a lot of conflict. |
| Οι αντιθέσεις στον χαρακτήρα τους προκαλούσαν πολλές τριβές. |
contrast⇒ vi | (be very different) (σε σχέση με) | κάνω αντίθεση περίφρ |
| | ξεχωρίζω ρ αμ |
| Compared with the bright paintings, the black sketch contrasts sharply. |
| Σε σύγκριση με τους πίνακες με τα φωτεινά χρώματα, ο μαύρος κάνει έντονη αντίθεση. |
contrast with [sth] vi + prep | (colour: be complementary) (με κάποιο χρώμα) | είμαι αντίθετος, είμαι συμπληρωματικός ρ έκφρ |
| | κάνω αντίθεση περίφρ |
| I love how the blue eyeliner contrasts with your brown hair and eyes. |
| Μου αρέσει ο τρόπος που το μπλε αϊλάινερ κάνει αντίθεση με τα καστανά μαλλιά και μάτια σου. |
contrast [sth] and/with [sth]⇒ vtr | (show differences) (κάτι με/και κάτι άλλο) | αντιπαραβάλλω, παραβάλλω ρ μ |
| | συγκρίνω ρ μ |
| | δείχνω κτ σε σύγκριση με κτ, παρουσιάζω κτ σε σύγκριση με κτ |
| Let me contrast the correct and incorrect posture for this dance. |
| Ας αντιπαραβάλλω τη σωστή και τη λάθος στάση για αυτόν τον χορό. |
| Ας δείξω τη σωστή στάση σε σχέση με τη λάθος στάση για αυτόν τον χορό. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: