WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
weigh [sth] up, weigh up [sth] and [sth] vtr phrasal sep | (compare) (μεταφορικά) | ζυγίζω ρ μ |
| In making my decision, I had to weigh up the advantages and disadvantages. |
| Για να πάρω την απόφασή μου έπρεπε να ζυγίζω τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα. |
weigh [sth/sb] up against [sth/sb] v expr | (compare, contrast) | σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά περίφρ |
| | συγκρίνω κτ με κτ άλλο ρ μ + πρόθ |
| Lucy weighed up the job she had been offered in New York against the one in Paris. |
| Η Λούσι στάθμισε τα υπέρ και τα κατά της δουλειάς που της πρόσφεραν στη Νέα Υόρκη με τα αντίστοιχα της δουλειάς στο Παρίσι. |
weigh [sth/sb] up vtr phrasal sep | (assess, evaluate) | συγκρίνω, αντιπαραβάλλω, εκτιμώ ρ μ |
| The boxer weighed up his opponent. |
| Ο μποξέρ εκτίμησε τον αντίπαλό του. |