connecting

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/kəˈnektɪŋ/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: connecting, connect

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
connecting adj (that connects)συνδετικός επίθ
  που συνδέει περίφρ
 The connecting road from the hotel to the town was washed out.
 Ο δρόμος που συνδέει το ξενοδοχείο με την πόλη καθαρίστηκε.
connecting adj (room: adjoining)που επικοινωνεί με κτ περίφρ
  με εσωτερική πόρτα περίφρ
 We stayed in connecting rooms at the hotel.
 Μείναμε σε δωμάτια που επικοινωνούσαν μεταξύ τους στο ξενοδοχείο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
connect [sth] vtr (attach)συνδέω, ενώνω ρ μ
 Connect these wires.
 Ενώστε αυτά τα καλώδια.
connect [sth/sb] vtr figurative (bring together) (μτφ: κάτι/κάποιον)ενώνω, συνδέω ρ μ
  (συνηθέστερο)φέρνω κοντά περίφρ
 The Internet connects people all over the world.
 Το διαδίκτυο ενώνει (or: συνδέει) ανθρώπους από όλον τον κόσμο.
 Το διαδίκτυο φέρνει κοντά ανθρώπους από όλον τον κόσμο.
connect vi (access the Internet)συνδέομαι ρ αμ
 The WiFi must be down; my computer is switched on but I can't connect.
connect to [sth] vi + prep (access: Internet, WiFi, etc.)συνδέομαι σε κτ ρ αμ + πρόθ
  μπαίνω σε κτ ρ αμ + πρόθ
 At the library you can connect to the WiFi for free.
connect vi (form an attachment)συνδέομαι ρ αμ
  (μτφ, καθομιλουμένη)δένομαι ρ αμ
 From the moment we met, we connected.
connect [sb] vtr (telephone: put [sb] through)συνδέω ρ μ
 "I'd like to speak to the Sales Department." "Please hold while I connect you."
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
connect | connecting
ΑγγλικάΕλληνικά
connect up [sth],
connect [sth] up
vtr phrasal sep
(link or join together)συνδέω ρ μ
 I'm having trouble connecting up my new speakers.
 Δυσκολεύομαι να συνδέσω τα δυο μου ηχεία.
connect up vi phrasal (meet, make contact)έρχομαι σε επαφή έκφρ
 Let's connect up for lunch someday.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
connecting | connect
ΑγγλικάΕλληνικά
connecting flight n (plane journey: correspondence)πτήση με ανταπόκριση περίφρ
  (πιο απλά)επόμενη πτήση επίθ + ουσ θηλ
 Your connecting flight will depart in 20 minutes.
connecting rod (mechanics)διωστήρας ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)μπιέλα ουσ θηλ
connecting rooms npl (hotel suite)συνδεδεμένα δωμάτια περίφρ
  συγκοινωνούντα δωμάτια, επικοινωνούντα δωμάτια περίφρ
 I couldn't believe my good luck when I discovered that we had connecting rooms.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'connecting' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση connecting στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «connecting».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!