adaptor

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/əˈdæptər/

  • WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
adaptor,
adapter
n
(connecting plug)προσαρμογέας ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)αντάπτορας ουσ αρσ
  (τάση ηλ. ρεύματος)μετασχηματιστής ουσ αρσ
 I can't charge up my phone as I forgot to bring the adaptor.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
outlet adapter,
outlet adaptor
n
(device for converting electrical plug)προσαρμογέας πρίζας περίφρ
  (καθομιλουμένη)αντάπτορας ουσ αρσ
 Although my hair dryer will run on either 110 or 220 volts, I'll need an outlet adapter to use it in Europe.
plug adaptor,
plug adapter
n
(electrical device)προσαρμογέας βύσματος φρ ως ουσ αρσ
 You'll need a plug adaptor to put the flat-prong plug in a round-prong outlet.
power adaptor,
power adapter
n
(power plug for an electrical device)προσαρμογέας ρεύματος φρ ως ουσ αρσ
  αντάπτορας ουσ αρσ
travel adaptor,
travel adapter
n
(device for converting electrical plugs)προσαρμογέας πρίζας φρ ως ουσ αρσ
  μετατροπέας ταξιδίου φρ ως ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)αντάπτορας ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'adaptor' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση adaptor στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «adaptor».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!