conflict

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations noun: /ˈkɒnflɪkt/, verb: /kənˈflɪkt/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(v. kən flikt; n. konflikt)


  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
conflict n (lengthy battle) (παρατεταμένη μάχη)σύρραξη, σύγκρουση, διαμάχη ουσ θηλ
 The conflict over the territory lasted two years.
 Οι συρράξεις στην περιοχή διήρκησαν δύο χρόνια.
conflict n (simultaneous obligation) (ταυτόχρονη υποχρέωση)ταυτόχρονη υποχρέωση ουσ θηλ
 I cannot attend the meeting: I have a conflict.
 Δεν μπορώ να παραβρεθώ στην συνάντηση. Έχω μια ταυτόχρονη υποχρέωση.
conflict vi (disagree) (διαφωνώ)συγκρούομαι, διίσταμαι, αντικρούομαι ρ αμ
  (ασυμφωνία απόψεων που έχει υποστηρίξει το ίδιο πρόσωπο)αντιφάσκω ρ αμ
 The doctors' opinions conflict.
 Οι απόψεις των γιατρών διίστανται.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
conflict n (disagreement)διαμάχη, αντιπαράθεση ουσ θηλ
  (επίσημο)διαξιφισμός ουσ αρσ
 The conflict over the inheritance kept them from talking.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
armed conflict n (war, warfare)ένοπλη σύγκρουση, ένοπλη σύρραξη ουσ θηλ
 The British Army is currently engaged in armed conflict in Afghanistan.
class conflict n figurative (tensions between social classes) (μεταφορικά)πάλη των τάξεων έκφρ
 Marx believed that class conflict was the inevitable result of capitalism.
conflict of interest n (opposing obligations)σύγκρουση συμφερόντων ουσ θηλ
 I couldn't use the attorney I wanted because of a conflict of interest.
conflict resolution n (peacemaking, negotiation)εξομάλυνση των διαφορών περίφρ
  επίλυση της διένεξης περίφρ
  επίλυση των διαφορών περίφρ
  διευθέτηση των διαφορών περίφρ
conflict with [sth] vi + prep (contradict)αντιβαίνω, αντικρούομαι ρ αμ
 If local laws conflict with national laws, a judge must decide which prevails.
 Όταν οι τοπικοί νόμοι αντιβαίνουν τους εθνικούς νόμους τα δικαστήρια αποφασίζουν ποιος θα επικρατήσει.
in conflict with [sth] prep (against)σε σύγκρουση με έκφρ
 She demonstrated behavior which was in conflict with her upbringing.
personal conflict n (psychological struggle)εσωτερική σύγκρουση ουσ θηλ
simmering conflict n figurative (ongoing low-level hostility)υποβόσκουσα διαμάχη επίθ + ουσ θηλ
  (μεταφορικά)καζάνι που βράζει έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'conflict' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: conflicts with my [day, schedule, plans], [racial, political, territorial, armed] conflict, conflict [resolution, management, prevention], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση conflict στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «conflict».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!