WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
conform⇒ vi | (be like others) (μεταφορικά: κπ/κτ) | ακολουθώ ρ μ |
| | ενσωματώνομαι, ταιριάζω ρ αμ |
| (σε κπ/κτ) | προσαρμόζομαι ρ αμ |
| (σύμφωνα με κτ) | συμμορφώνομαι ρ αμ |
| Some kids who refuse to conform are bullied by their peers. |
| Μερικά παιδιά που αρνούνται να ενσωματωθούν πέφτουν θύμα εκφοβισμού από τους συνομηλίκους τους. |
conform vi | (comply, obey) | προσαρμόζομαι ρ αμ |
| (σύμφωνα με κτ) | συμμορφώνομαι ρ αμ |
| These are the rules, and students will be punished if they do not conform. |
conform to [sth] vi + prep | (person: follow, comply with) | συμμορφώνομαι με κτ ρ αμ + πρόθ |
| She tries to conform to church teachings but it's not easy. |
| Προσπαθεί να συμμορφωθεί με τις διδαχές της εκκλησίας αλλά δεν είναι εύκολο. |
conform vi | (fit requirements) (με απαιτήσεις, προδιαγραφές) | συμμορφώνομαι ρ αμ |
| | είμαι σύμφωνος ρ έκφρ |
| This is only a general rule; many examples do not conform. |
conform with [sth], conform to [sth] vi + prep | (correspond with, be consistent with) | εναρμονίζομαι με κτ ρ αμ + πρόθ |
| | συμφωνώ με κτ ρ αμ + πρόθ |
| | είμαι σε συμφωνία με κτ έκφρ |
| The prince wants all new architecture to conform with traditional architecture. |
| Does this part conform to the specifications? |
| Ο πρίγκιπας επιθυμεί η νέα αρχιτεκτονική να εναρμονίζεται με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική. |