• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
afoul adj (in conflict: with [sth] or [sb])συγκρουόμενος μτχ ενεστ
  αντιπαρατιθέμενος μτχ ενεστ
afoul adv (in conflict: with [sth] or [sb])σε σύγκρουση φρ ως επίρ
  σε αντιπαράθεση φρ ως επίρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
run afoul of [sth/sb],
fall afoul of [sth/sb]
v expr
(come into conflict with)έρχομαι σε σύγκρουση με κτ/κπ έκφρ
  είμαι αντίθετος με κτ/κπ έκφρ
 Tim's plans to build a garden shed fell afoul of regulations.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση afoul στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «afoul».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!