WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
complete [sth]⇒ vtr | (finish) | ολοκληρώνω, τελειώνω ρ μ |
| (επίσημο) | αποπερατώνω ρ μ |
| I will complete the painting by Friday. |
| Θα ολοκληρώσω (or: τελειώσω) τον πίνακα μέχρι την Παρασκευή. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι αποφασισμένος να εργαστεί σκληρά, προκειμένου να αποπερατώσει το έργο που του έχει ανατεθεί. |
complete [sth] vtr | (fill in) | συμπληρώνω ρ μ |
| Please complete the form first. |
| Παρακαλώ συμπληρώστε πρώτα τη φόρμα. |
complete adj | (lacking nothing) | πλήρης επίθ |
| | ολοκληρωμένος μτχ πρκ |
| The collection was complete with the acquisition of the final missing book. |
| This is the complete trilogy. |
| Η συλλογή ήταν πλήρης μετά την απόκτηση του τελευταίου βιβλίου που έλειπε. // Αυτή είναι η πλήρης τριλογία. |
complete adj | (finished) | ολοκληρωμένος, τελειωμένος μτχ πρκ |
| | που έχει τελειώσει περίφρ |
| (επίσημο) | αποπερατωμένος μτχ πρκ |
| Is that project complete, or is it still going? |
| Είναι ολοκληρωμένο (or: τελειωμένο) αυτό το έργο, ή συνεχίζεται ακόμα; |
complete adj | (100 percent) | ολοκληρωτικός, παντελής, ολοσχερής, πλήρης επίθ |
| The war caused the complete destruction of the city. |
| Ο πόλεμος προκάλεσε την ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
complete adj | (accomplished) (μτφ: με πολλές γνώσεις) | ολοκληρωμένος μτχ πρκ |
| (καθομ: επιτυχημένος) | φτασμένος μτχ πρκ |
| He was a complete professional, able to do anything asked of him. |
complete⇒ vi | UK (finalize house purchase) (την αγορά σπιτιού) | ολοκληρώνω ρ μ |
| Our house purchase fell through a week before we were due to complete. |
complete [sth]⇒ vtr | (reach 100 percent) | ολοκληρώνω ρ μ |
| They completed the fundraising, having reached their target. |
| Ολοκλήρωσαν τον έρανο πετυχαίνοντας τον στόχο τους. |
complete [sth] vtr | US (sports) (την πάσα) | ολοκληρώνω ρ μ |
| The Yankees completed a sweep of their Boston opponents. |
complete [sth] vtr | UK (house purchase: finalize) (τη συναλλαγή) | ολοκληρώνω ρ μ |
| (μεταφορικά: συμφωνία) | κλείνω ρ μ |
| We have exchanged contracts, and are due to complete the house purchase next week. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: