Σύνθετοι τύποι:
|
| CEO n | initialism (Chief Executive Officer) | Διευθύνων Σύμβουλος φρ ως ουσ αρσ/θηλ |
| | Being the CEO of a tech company made Tom a billionaire. |
| CFO n | initialism (chief financial officer) | οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντρια φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ |
| | The CFO has ultimate responsibility for the company's bookkeeping. |
chief advisor, chief adviser n | (senior advice-giver) | μη διαθέσιμη μετάφραση |
| Σχόλιο: Στο θηλυκό γένος οι αντίστοιχες φράσεις είναι: προϊσταμένη σύμβουλος, διευθύνουσα σύμβουλος. |
| chief constable n | UK (senior police officer) | αστυνομικός διευθυντής φρ ως ουσ αρσ/θηλ |
| | The reporters asked the chief constable for her comments on the case. |
| chief counsel n | (senior advisor) | μη διαθέσιμη μετάφραση |
| Σχόλιο: Στο θηλυκό γένος οι αντίστοιχες φράσεις είναι: «προϊσταμένη σύμβουλος», «διευθύνουσα σύμβουλος». |
| chief engineer n | (highest-ranking engineer on a ship) (πλοία) | πρώτος μηχανικός φρ ως ουσ αρσ |
| chief engineer n | (lead engineer in an organization) | επικεφαλής μηχανικός φρ ως ουσ αρσ/θηλ |
| | (καθομιλουμένη) | αρχιμηχανικός ουσ αρσ/θηλ |
| chief executive n | (high-ranking official) | διευθύνων σύμβουλος ουσ αρσ |
| | The chief executive took responsibility for the company's poor performance. |
| | Ο διευθύνων σύμβουλος ανέλαβε την ευθύνη για τις χαμηλές επιδόσεις της εταιρείας. |
| chief executive officer n | (CEO: senior manager) | διευθύνων σύμβουλος φρ ως ουσ αρσ/θηλ |
| | The firm is looking for a new chief executive officer. |
| | Η εταιρεία αναζητά νέο διευθύνοντα σύμβουλο. |
| chief financial officer n | (senior financial manager) | οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντρια επίθ + ουσ αρσ, επίθ + ουσ θηλ |
| Chief Justice n | US (presiding judge of Supreme Court) | πρόεδρος Ανώτατου Δικαστηρίου φρ ως ουσ αρσ/θηλ |
| chief librarian n | (manager of a library) | αρχιβιβλιοθηκάριος ουσ αρσ/θηλ |
| chief mate n | (nautical) | υποπλοίαρχος ουσ αρσ/θηλ |
| chief mourner n | ([sb] who leads grieving at a funeral) | επικεφαλής πένθιμης πομπής περίφρ |
| chief of police n | US (head of police department) | αρχηγός της αστυνομίας φρ ως ουσ αρσ/θηλ |
| | The reporters asked the chief of police for his comments on the case. |
| chief of police n | UK (head of police force) | αρχηγός της αστυνομίας φρ ως ουσ αρσ/θηλ |
Chief of Staff, chief-of-staff n | (military officer) | Αρχηγός Στρατιωτικού Επιτελείου ουσ αρσ |
chief of staff, chief-of-staff n | (politician's aide) | υπεύθυνος πολιτικού γραφείου, υπεύθυνη πολιτικού γραφείου φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ |
| | The U.S. President’s Chief of Staff is a very powerful position, sometimes dubbed “The Second-Most Powerful Man in Washington”. |
Chief of Staff, chief of staff n | (head of any staff group) | προσωπάρχης ουσ αρσ/θηλ |
| chief of state | (country head) | αρχηγός του κράτους φρ ως ουσ αρσ/θηλ |
| Chief Officer n | (navy: second in command) | μη διαθέσιμη μετάφραση |
Chief Operating Officer, Chief Operations Officer n | (executive in charge) | γενικός διευθυντής επιχειρήσεων ουσ αρσ |
| chief petty officer n | (navy: noncommissioned officer) | αρχικελευστής ουσ αρσ/θηλ |
| chief whip n | (politics: head of whip system) | υπεύθυνος κομματικής πειθαρχίας, υπεύθυνη κομματικής πειθαρχίας φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ |
commander in chief, Commander in Chief, commander-in-chief, Commander-in-Chief n | (commander of a nation's military) | αρχιστράτηγος ουσ αρσ/θηλ |
commander-in-chief, Commander in Chief, commander-in-chief, Commander-in-Chief n | (head of a military branch) | Αρχηγός Γενικού Επιτελείου φρ ως ουσ αρσ |
| COO n | initialism (Chief Operating Officer) | Γενικός Διευθυντής Επιχειρήσεων, Γενική Διευθύντρια Επιχειρήσεων φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ |
| | | Επιχειρησιακός Διευθυντής, Επιχειρησιακή Διευθύντρια φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ |
| | (πιο απλά, πιο γενικά) | Γενικός Διευθυντής, Γενική Διευθύντρια φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ |
| | The COO will be visiting this week, so clean up your desk. |
| editor in chief n | (editorial head of publication) | αρχισυντάκτης, αρχισυντάκτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | To have an opinion letter published, please contact the editor in chief of the newspaper. |
fire marshal (US), fire chief (UK) n | (leader of a fire fighting team) | πυραγός ουσ αρσ/θηλ |
| | | αρχηγός πυροσβεστικής φρ ως ουσ αρσ/θηλ |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία στους βαθμούς. |
| | The fire chief directs his team during a fire. |
| in chief adj | (in charge) | ο έχων το γενικό πρόσταγμα έκφρ |
| | The role of editor in chief brought a whole new set of pressures. |
| Joint Chief of Staff n | US, usually plural (military officer) (αξίωμα στρατού ΗΠΑ) | Joint Chief of Staff |
| | (αντίστοιχο ελληνικό όργανο) | Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας περίφρ |
| | (συντομογραφία) | ΓΕΕΘΑ ουσ ουδ άκλ |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
| Lord Chief Justice n | (UK Court of Appeal judge) | δικαστής εφετείου στο Ηνωμένο Βασίλειο |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
| police chief n | US (chief of police: head of a US police force) | αρχηγός αστυνομίας ουσ αρσ |
| | Many uniformed officers report to the police chief. |