chief

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈtʃiːf/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/tʃif/ ,USA pronunciation: respelling(chēf )

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
chief n (person in charge)αρχηγός ουσ αρσ/θηλ
  πρόεδρος ουσ αρσ/θηλ
  προϊστάμενος μτχ πρκ
  υπεύθυνος, υπεύθυνη επίθ ως ουσ
Σχόλιο: Επίσης: επικεφαλής (επίρ ως ουσ αρσ/θηλ). Η επιλογή γίνεται ανάλογα με τα συμφραζόμενα.
 The chief of our department is in a meeting now.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο αρχηγός του πυροσβεστικού σώματος διέταξε να γίνεται μηνιαία άσκηση ετοιμότητας.
 Ο προϊστάμενος του τμήματός μας είναι σε μια συνάντηση τώρα.
chief n (tribal leader)αρχηγός ουσ αρσ/θηλ
 The explorers met with a local chief to learn about the area.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αρχηγός της φυλής αυτής ήταν μία νέα γυναίκα με επιβλητική παρουσία.
chief adj (main)βασικός, κύριος, σημαντικότερος επίθ
 The chief concern is how to maximize efficiency.
 Ο κύριος προβληματισμός είναι πώς θα μεγιστοποιηθεί η αποδοτικότητα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
Chief interj (term of address for a superior) (προσφώνηση)αρχηγέ ουσ αρσ
 I'll do it right away, Chief.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
CEO n initialism (Chief Executive Officer)Διευθύνων Σύμβουλος φρ ως ουσ αρσ/θηλ
 Being the CEO of a tech company made Tom a billionaire.
CFO n initialism (chief financial officer)οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντρια φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
 The CFO has ultimate responsibility for the company's bookkeeping.
chief advisor,
chief adviser
n
(senior advice-giver)μη διαθέσιμη μετάφραση
Σχόλιο: Στο θηλυκό γένος οι αντίστοιχες φράσεις είναι: προϊσταμένη σύμβουλος, διευθύνουσα σύμβουλος.
chief constable n UK (senior police officer)αστυνομικός διευθυντής φρ ως ουσ αρσ/θηλ
 The reporters asked the chief constable for her comments on the case.
chief counsel n (senior advisor)μη διαθέσιμη μετάφραση
Σχόλιο: Στο θηλυκό γένος οι αντίστοιχες φράσεις είναι: «προϊσταμένη σύμβουλος», «διευθύνουσα σύμβουλος».
chief engineer n (highest-ranking engineer on a ship) (πλοία)πρώτος μηχανικός φρ ως ουσ αρσ
chief engineer n (lead engineer in an organization)επικεφαλής μηχανικός φρ ως ουσ αρσ/θηλ
  (καθομιλουμένη)αρχιμηχανικός ουσ αρσ/θηλ
chief executive n (high-ranking official)διευθύνων σύμβουλος ουσ αρσ
 The chief executive took responsibility for the company's poor performance.
 Ο διευθύνων σύμβουλος ανέλαβε την ευθύνη για τις χαμηλές επιδόσεις της εταιρείας.
chief executive officer n (CEO: senior manager)διευθύνων σύμβουλος φρ ως ουσ αρσ/θηλ
 The firm is looking for a new chief executive officer.
 Η εταιρεία αναζητά νέο διευθύνοντα σύμβουλο.
chief financial officer n (senior financial manager)οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντρια επίθ + ουσ αρσ, επίθ + ουσ θηλ
Chief Justice n US (presiding judge of Supreme Court)πρόεδρος Ανώτατου Δικαστηρίου φρ ως ουσ αρσ/θηλ
chief librarian n (manager of a library)αρχιβιβλιοθηκάριος ουσ αρσ/θηλ
chief mate n (nautical)υποπλοίαρχος ουσ αρσ/θηλ
chief mourner n ([sb] who leads grieving at a funeral)επικεφαλής πένθιμης πομπής περίφρ
chief of police n US (head of police department)αρχηγός της αστυνομίας φρ ως ουσ αρσ/θηλ
 The reporters asked the chief of police for his comments on the case.
chief of police n UK (head of police force)αρχηγός της αστυνομίας φρ ως ουσ αρσ/θηλ
Chief of Staff,
chief-of-staff
n
(military officer)Αρχηγός Στρατιωτικού Επιτελείου ουσ αρσ
chief of staff,
chief-of-staff
n
(politician's aide)υπεύθυνος πολιτικού γραφείου, υπεύθυνη πολιτικού γραφείου φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
 The U.S. President’s Chief of Staff is a very powerful position, sometimes dubbed “The Second-Most Powerful Man in Washington”.
Chief of Staff,
chief of staff
n
(head of any staff group)προσωπάρχης ουσ αρσ/θηλ
chief of state (country head)αρχηγός του κράτους φρ ως ουσ αρσ/θηλ
Chief Officer n (navy: second in command)μη διαθέσιμη μετάφραση
Chief Operating Officer,
Chief Operations Officer
n
(executive in charge)γενικός διευθυντής επιχειρήσεων ουσ αρσ
chief petty officer n (navy: noncommissioned officer)αρχικελευστής ουσ αρσ/θηλ
chief whip n (politics: head of whip system)υπεύθυνος κομματικής πειθαρχίας, υπεύθυνη κομματικής πειθαρχίας φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
commander in chief,
Commander in Chief,
commander-in-chief,
Commander-in-Chief
n
(commander of a nation's military)αρχιστράτηγος ουσ αρσ/θηλ
commander-in-chief,
Commander in Chief,
commander-in-chief,
Commander-in-Chief
n
(head of a military branch)Αρχηγός Γενικού Επιτελείου φρ ως ουσ αρσ
COO n initialism (Chief Operating Officer)Γενικός Διευθυντής Επιχειρήσεων, Γενική Διευθύντρια Επιχειρήσεων φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
  Επιχειρησιακός Διευθυντής, Επιχειρησιακή Διευθύντρια φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
  (πιο απλά, πιο γενικά)Γενικός Διευθυντής, Γενική Διευθύντρια φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
 The COO will be visiting this week, so clean up your desk.
editor in chief n (editorial head of publication)αρχισυντάκτης, αρχισυντάκτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 To have an opinion letter published, please contact the editor in chief of the newspaper.
fire marshal (US),
fire chief (UK)
n
(leader of a fire fighting team)πυραγός ουσ αρσ/θηλ
  αρχηγός πυροσβεστικής φρ ως ουσ αρσ/θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία στους βαθμούς.
 The fire chief directs his team during a fire.
in chief adj (in charge)ο έχων το γενικό πρόσταγμα έκφρ
 The role of editor in chief brought a whole new set of pressures.
Joint Chief of Staff n US, usually plural (military officer) (αξίωμα στρατού ΗΠΑ)Joint Chief of Staff
  (αντίστοιχο ελληνικό όργανο)Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας περίφρ
  (συντομογραφία)ΓΕΕΘΑ ουσ ουδ άκλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
Lord Chief Justice n (UK Court of Appeal judge)δικαστής εφετείου στο Ηνωμένο Βασίλειο
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
police chief n US (chief of police: head of a US police force)αρχηγός αστυνομίας ουσ αρσ
 Many uniformed officers report to the police chief.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'chief' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a [military, police, union] chief, the [local, city, state, district] police chief, the chief of [staff, security, police], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση chief στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «chief».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!